Το ρήγμα της Αταλάντης, από Δρ Αθανάσιο Η. Γκανά, Κύριος Ερευνητής Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών)
Λόγω των δύο σφοδρών σεισμών τον μήνα Απρίλιο του 1894 αλλά και των μεγάλων καταστροφών στην περιοχή της Λοκρίδας, το ρήγμα έλαβε παγκόσμια προβολή αφού σχετικές αναφορές έγιναν τόσο στην εφημερίδα του Λονδίνου (Illustrated London News, Έκδοση Σαββάτου 2 Ιουνίου 1894) όσο και στην μεγαλύτερη επιθεώρηση των φυσικών επιστημών Nature (τεύχος 50, 18 Οκτωβρίου 1894, σελίδα 607).
Το υπεύθυνο ρήγμα έλαβε μυθικές διαστάσεις αφού στην διεθνή βιβλιογραφία
επικράτησε σύγχυση για το μήκος της διάρρηξης όταν μεταγενέστεροι συγγραφείς παρερμήνευσαν τον γεωλόγο Θεόδωρο Σκούφο. Ο Σκούφος στην μνημειώδη εργασία του [Skouphos, T., 1894. Die swei grossen Erdbeben in Lokris am 8/20 und 15/27 April 1894. Zeitschrift Ges. Erdkunde zu Berlin, vol. 24, pp. 409-474] έκανε λόγο για μία πλειόσειστη περιοχή με ελλειπτικό σχήμα, η οποία εκτεινόταν περίπου 60 χιλιόμετρα κατά μήκος των ακτών της Λοκρίδας.
Ο Σκούφος εννοούσε ότι η περιοχή με τις περισσότερες ζημιές σε ανθρώπινες κατασκευές, αλλά και με εμφανίσεις ρωγμώσεων στο έδαφος κλπ, εκτεινόταν σε τόσο μεγάλο μήκος. Όμως, ο Παπαβασιλείου (1894), και κατόπιν ο Richter (1958) αλλά και πολλοί Έλληνες σεισμολόγοι και γεωλόγοι έγραψαν ότι η σεισμική διάρρηξη του 1894 είχε μήκος 55-60 χιλιόμετρα, γεγονός που αν όντως είχε συμβεί κατέτασε το ρήγμα της Αταλάντης μεταξύ των 2-3 μεγαλυτέρων ρηγμάτων κανονικής γεωμετρίας, παγκοσμίως.
Η απομυθοποίηση του ρήγματος ξεκίνησε με γεωλογικές έρευνες από τους Ganas et al., (1998), οι οποίοι απέδειξαν ότι το ρήγμα δεν εκτείνεται βορειο-δυτικότερα της πόλης της Αταλάντης και συγκεκριμένα πέρα από το ρέμα Καραγκιόζης. Επίσης, οι Ganas et al., (1998, εικόνα Ρήγμα Αταλάντης 1.JPG) οριοθετούν το μήκος σε 34 χιλιόμετρα και για πρώτη φορά ξεχωρίζουν δύο κομμάτια στο ρήγμα, δηλαδή το ρήγμα δεν αποτελείται από ένα ενιαίο επίπεδο αλλά από δύο.
Αυτό μικραίνει ακόμη περισσότερο την δυναμικότητα του ρήγματος, δηλαδή την ικανότητα του να δώσει σεισμούς μεγαλύτερους από 6.6 - 6.7 όπως πιστεύανε οι περισσότεροι.
Στην εικόνα Ρήγμα Αταλάντης.JPG φαίνεται μια πανοραμική άποψη του όρους Xλωμού και της πόλεως της Αταλάντης με σημειωμένη την διαδρομή του ρήγματος πάνω στην τοπογραφία. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ρήγμα αποτελεί ένα ζωντανό γεωλογικό μνημείο, αφού κατά μήκος του απαντώνται γεωμορφολογικές δομές οι οποίες χαρακτηρίζουν ενεργά σεισμικά ρήγματα παγκοσμίως (τριγωνικά πρανή και μακρόστενες κοιλάδες).
Στην πιό πρόσφατη δημοσίευση για τους σεισμούς του 1894 οι Ganas et al., (2006) προτείνουν ότι οι δύο ισχυροί σεισμοί έγιναν σε απόσταση 15-20 χιλιόμετρα μεταξύ τους και με μέγεθος μεταξύ 6.4-6.6, στις 20 και 27 Απριλίου 1894, αντίστοιχα. Ο σεισμός της 27ης Απριλίου (ο 2ος της ακολουθίας) έγινε πάνω στο κομμμάτι του ρήγματος της Αταλάντης που φαίνεται στην εικόνα Ρήγμα Αταλάντης.JPG, με την εκδήλωση επιφανειακών διαρρήξεων που χαρτογραφήθηκαν από τον Θεόδωρο Σκούφο.
Στην τελευταία αυτή δημοσίευση εφαρμόστηκε προσομοίωση στατικών τάσεων που προκάλεσαν τους σεισμούς, η οποία σε συνδυασμό με επανεκτίμηση των μακροσεισμικών και γεωλογικών δεδομένων, μας επιτρέπουν να ταυτοποιήσουμε το ρήγμα που έσπασε στον 1ο σεισμό (20/4/1894) ως το κομμάτι του ρήγματος της Αταλάντης στην περιοχή του Μαρτίνου.
Επιπλέον, η μελέτη του πεδίου τάσεων και της διάταξης των σεισμικών πηγών αυτής της σεισμικής ακολουθίας, οδηγεί στον προσδιορισμό του μεγέθους του 1ου σεισμού σε Μ=6.4 και του μήκους του επιπέδου διάρρηξης σε 15 χιλιόμετρα. Αυτός ο σεισμός μετέφερε 1.14 bar στην επικεντρική περιοχή του 2ου σεισμού (27/4/1894) με αποτέλεσμα να διεγείρει το κομμάτι της Αταλάντης και να προκαλέσει τον 2ο, μεγαλύτερο σεισμό, ο οποίος συνοδεύτηκε από επιφανειακή διάρρηξη 19 χιλιομέτρων. Επίσης, εξετάστηκε και το δυναμικό τριών εναλλακτικών σεισμικών πηγών για τον 1ο σεισμό που αντιστοιχούν σε ρήγματα γειτονικά με αυτό του Μαρτίνου (βόρεια και ανατολικά). Όμως, τα τρία αυτά ρήγματα δεν μπορούν να μεταφέρουν αρκετή τάση για να διεγείρουν τον 2ο σεισμό.
Ακόμα, το μοντέλο ολίσθησης που προτείνεται για τον 2ο σεισμό παράγει επιφανειακές παραμορφώσεις τάξεως εκατοστών έως ολίγων δεκάδων εκατοστών (κυρίως καθιζήσεις στην παράκτια ζώνη - Παλιομάγαζα και Αλμυρά) που επαληθεύονται από γεωλογικά δεδομένα της βιβλιογραφίας. Τέλος, ενδιαφέρον έχει να εξετάσουμε το πως επέδρασε η σεισμική ακολουθία του 1894 στην μετέπειτα σεισμικότητα. Αυτό γίνεται με το υπολογισμό της τάσης που μεταφέρθηκε στις γύρω περιοχές. Έτσι, το νέο πεδίο τάσεων στην περιοχή του Βορείου Ευβοϊκού διαμορφώνεται σε περιοχές που δέχθηκαν φόρτιση από τους σεισμούς του 1894 και άλλες που αποφορτίστηκαν. Η εξέταση της κατανομής της σεισμικότητας (με Μ>5) που επακολούθησε (20ος αιώνας) δείχνει ότι η περιοχή της Βόρειας Εύβοιας, που αποτελεί τον βόρειο λοβό αποφόρτισης, ενεργοποιήθηκε ξανά με ισχυρούς σεισμούς μετά από 22-37 χρόνια. Αντίθετα, η περιοχή της κεντρικής Βοιωτίας, που αποτελεί τον νότιο λοβό αποφόρτισης, ξαναέδωσε ισχυρούς σεισμούς μετά από 80 χρόνια.
Ένα ερώτημα που μένει να απαντήσουμε είναι το πόσο συχνά δίνει μεγάλους σεισμούς (Μ>6) αυτό το ρήγμα. Εδώ και 20 χρόνια, με παλαιοσεισμολογικές μεθόδους και χρήση ραδιοχρονολόγησης και άνθρακα 14 μπορούμε να χρονολογήσουμε προηγούμενους σεισμούς πάνω σε σεισμικά ρήγματα. Το ρήγμα της Αταλάντης το μελέτησαν οι Pantosti et al. (2004). Η ομάδα αυτή έσκαψε 3 ορύγματα κάθετα προς το ρήγμα κοντά στην πόλη της Αταλάντης και βρήκε αποδείξεις για 3 σεισμούς. Ένας μεγάλος σεισμός έγινε μεταξύ 50 π.Χ - 230 μ.Χ, ένας άλλος κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα (770 - 1160 μ.Χ) και ο τελευταίος το 1894. Αυτό σημαίνει ότι η περίοδος επανάληψης μεγάλων σεισμών είναι μεταξύ 540-1120 ετών.
Πηγή: [www.atalanti.gov.gr]
Η σεισμικότητα του ρήγματος της Αταλάντης426 π.χ. Αταλάντη.
Μέγεθος 7 ρίχτερ Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι Λακεδαιμόνιοι με αρχηγό τον βασιλιά Αγι του Αρχίδαμου μαζί με τους συμμάχους τους έφθασαν μέχρι τον Ισθμό αλλά δεν πραγματοποίησαν την εισβολή γιατί γίνονταν πολλοί σεισμοί. Στις Ροβιές της Βόρειας Εύβοιας, εισέβαλε θαλάσσιο κύμα το οποίο κατόπιν υποχώρησε, ενώ ένα τμήμα της πόλης καλύφτηκε οριστικά από την θάλασσα.
Το κύμα σκότωσε πολλούς ανθρώπους που δεν μπόρεσαν να φύγουν στα ψηλότερα μέρη. Το νησί που βρισκόταν κοντά στην Αταλάντη πλημμύρισε και δυο πλοία που την προηγουμένη τα είχαν βγάλει στην ξηρά τα παρέσυρε το κύμα.
Στην Πεπάρηθο (Σκόπελο) παρατηρήθηκε απόσυρση της θάλασσας.Τα νησιά Λιχάδες και το ακρωτήριο Κηναίο (στα ΒΔ της Εύβοιας) κατά μεγάλο μέρος βυθίστηκαν.
Τα θερμά νερά της Αιδηψού και των Θερμοπυλών στέρεψαν για τρεις μέρες και στην Αιδηψό δημιουργήθηκαν νέες πηγές.
Στους Ωρεούς το τείχος προς την θάλασσα και 700 σπίτια γκρεμίστηκαν.
551 μ.Χ. Μαλιακός κόλπος.
Μέγεθος 7 Ρίχτερ Ο Προκόπιος ο Καισαρέας αναφέρει ότι τα νερά της θάλασσας εισχώρησαν μέχρι τα βουνά και κατάστρεψε πολλά χωριά. Μετά την απόσυρση των υδάτων έμειναν στην ξηρά πολλά ψάρια που είχαν ασυνήθιστη όψη. Η αναφορά γίνεται για την απέναντι Φθιωτική ακτή όμως οι ίδιες καταστροφές θα πρέπει να συντελέστηκαν και στην Ευβοϊκή ακτή. 1758 Λαμία. Μέγεθος 6.8 Ρίχτερ Ο σεισμός με επίκεντρο την Λαμία, εξαφάνισε τρία νησάκια κοντά στην Εύβοια. Προκάλεσε επίσης την κατάρρευση και την εξαφάνιση κάτω από τα κύματα ενός μέρους από το Ποντικόνησο, τοποθεσία που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Εύβοιας.
1853 Θήβαι.
Μέγεθος 6.8 Ρίχτερ Τρεις ισχυροί σεισμοί μεταξύ 29 και 30 Σεπτεμβρίου, εκτός της καταστροφής της πόλης των Θηβών προξένησε και μεγάλες ζημιές στην Εύβοια. Μεγάλες ζημιές έγιναν στην Χαλκίδα. Αναφέρεται δε ότι τα τόξα του υδραγωγείου τσακίστηκαν. 1868 Σκιάθος. Μέγεθος 6.2 Ρίχτερ Αναφέρεται ότι έγινε πολύ ισχυρός σεισμός στην Σκιάθο που έγινε ιδιαίτερα αισθητός στην Βόρεια Εύβοια. 1874 Βοιωτία. Μέγεθος 6.0 Ρίχτερ Ο σεισμός έπληξε την Βόρεια Εύβοια. Επίσης αναφέρονται ιδιαίτερες ζημιές και στην Ερέτρια.
1894 Αγιος Κωνσταντίνος (ρήγμα Αταλάντης).
Μέγεθος 7.0 Ρίχτερ Του κυρίου σεισμού, ο οποίος έγινε στις 27 Σεπτεμβρίου, προηγήθηκε καταστροφικός σεισμός στις 20 Σεπτεμβρίου. Αναφέρεται ότι ένας αγρότης που εργαζόταν στο κτήμα του κοντά στο κόλπο του Σκροπονερίου άκουγε ολόκληρη την μέρα την προηγουμένη του σεισμού ανεξήγητους θορύβους που έμοιαζαν με κανιοβολισμούς προερχόμενοι από τον κόλπο. Στα χωριά της Μαλεσίνας οι κάτοικοι ένοιωσαν το έδαφος να βουλιάζει κάτω από τα πόδια τους μετά το πέρας του σεισμικού κραδασμού. Ολόκληρη η περιοχή των Οπουντίων Λοκρών έπαθε καθίζηση 1 – 1,5 μέτρα. Παρατηρήθηκαν πολλές κατολισθήσεις και μεταβολή στην στάθμη των πηγαδιών. Παρατηρήθηκε επίσης θαλάσσιο κύμα ύψους 3 μέτρων και εισχώρησε σε βάθος ενός χιλιομέτρου. Οι σεισμοί ερήμωσαν τις ανατολικές περιοχές της Λοκρίδας, με απολογισμό 255 νεκρούς και 4000 σπίτια κατεστραμμένα. Η επαρχία Ιστιαίας αναφέρεται ως περιοχή μερικής καταστροφής, ενώ στις περιοχές ελαφροτέρων καταστροφών αναφέρεται η ανατολική πλευρά της Βόρειας Εύβοιας.
Πηγή: [info.earthquakenet.gr]