Εκτός δικαστικής προστασίας μένουν γυναίκες, θύματα βιασμού, εφόσον γίνει δεκτή η πρόταση της αρμόδιας επιτροπής για την αλλαγή του νομικού ορισμού του βιασμού στο νέο Ποινικό Κώδικα.
Στον αποκλεισμό αρκετών γυναικών, θύματα βιασμού, από το δικαίωμα προσφυγής στην ελληνική Δικαιοσύνη, οδηγεί η ενδεχόμενη τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, μετά την τελική εισήγηση της επιτροπής παρακολούθησης, η οποία προτείνει την απάλειψη του όρου “χωρίς τη συναίνεση του θύματος” (άρθρο 336 παρ.4), αφήνοντας ποινικά μετέωρες όσες γυναίκες κακοποιήθηκαν σεξουαλικά, χωρίς ωστόσο να ασκηθεί σε βάρος τους σωματική βία.
Οι περιπτώσεις που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία είναι αμέτρητες. Γυναίκες που ο βιαστής τους ανήκε στο οικογενειακό ή φιλικό τους περιβάλλον με αποτέλεσμα να “παγώσουν”. Γυναίκες μεθυσμένες ή υπό την επήρεια ουσιών. Γυναίκες που για οποιοδήποτε λόγο δεν έδωσαν τη συναίνεση τους. Η λίστα είναι μακρά.
Η πρόταση της επιτροπής, η οποία παρακολουθεί τόσο την εφαρμογή του υφιστάμενου Κώδικα όσο και τις επιστημονικές εξελίξεις στο Ποινικό Δίκαιο για να υπάρξουν αλλαγές όπου κριθεί απαραίτητο, ήρθε σε μία περίοδο που το κίνημα του #metoo έχει λάβει παγκόσμιες διαστάσεις, αποκαλύπτοντας καθημερινά νέα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης κάθε μορφής.
Πηγές αναφέρουν πως στην εισήγηση τους, τα μέλη της επιτροπής κατέληξαν στο ότι θα πρέπει να αφαιρεθεί από το άρθρο 336 ΠΚ (που αφορά στο κακούργημα του βιασμού) η έννοια της συναίνεσης, εμμένοντας πως μόνο η σωματική βία ή η απειλή αυτής μπορεί να οδηγήσει σε ποινή κάθειρξης. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 4 ζητείται να αλλαχθεί από: “Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1, επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη” σε: “Αν η τέλεση της γενετήσιας πράξης έγινε με βία ή απειλή άλλης, πλην εκείνης της παρ. 1, μορφής τιμωρείται με κάθειρξη έως οκτώ έτη”.
Το σκεπτικό της επιτροπής; Σύμφωνα με πληροφορίες, θεωρήθηκε ότι η συναίνεση ή η έλλειψη αυτής είναι δύσκολο να αποδειχθεί κατά την ακροαματική διαδικασία.
“Αυτό δεν είναι επιχείρημα” σχολιάζει στο NEWS 24/7 η δικηγόρος Ιωάννα Στεντούμη. “Πρόκειται για ατιμωρησία σεξουαλικών υποθέσεων. Γενικά τα αδικήματα που σχετίζονται με τη γενετήσια ελευθερία έχουν πολύ συχνά αποδεικτικές δυσκολίες στη ζωντανή διαδικασία. Ακόμα και στην υπόθεση Τοπαλούδη υπήρξε το επιχείρημα από την υπεράσπιση ότι το θύμα είχε δώσει τη συγκατάθεση του. Το δικαστήριο είναι εκείνο που θα αξιολογήσει τα πραγματικά περιστατικά. Γιατί να αποκλειστεί η κρίση του;” αναρωτιέται και προσθέτει: “Αν τίθεται ζήτημα νομοτεχνικής βελτίωσης ώστε να εξειδικεύεται η έννοια της συναίνεσης και να ενσωματώνεται με ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για τα θύματα βίας αλλά και η σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων, βεβαίως να γίνουν οι απαραίτητες συζητήσεις. Αλλά αυτό είναι τελείως διαφορετικό από το να προτάσσεται η αποδεικτική δυσχέρεια ως επιχείρημα για την κατάργηση. Δηλαδή, αν ήταν δύσκολο να αποδειχθούν για παράδειγμα οι ληστείες, θα τις καταργούσαμε κι αυτές;”.
Η νομικός, που έχει ασχοληθεί με ζητήματα έμφυλης βίας, αναφέρει στο News24/7 ότι η ένταξη της έννοιας της συναίνεσης στο νέο Ποινικό Κώδικα -η οποία έλαβε χώρα μετά από την παρέμβαση δεκάδων οργανώσεων και την τελική αποδοχή από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης, Μιχ. Καλόγηρου- ήταν μία “τεράστια κοινωνική πρόοδος”, η οποία έρχεται ξανά να ανατραπεί. “Επιστρέφουμε πίσω στην εικόνα του άγνωστου βίαιου δράση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι ο βιασμός δεν είναι πάντα αποτέλεσμα βίας ή απειλής. Πολλές φορές προέρχεται από το οικογενειακό περιβάλλον ή είναι κάποιο γνωστό πρόσωπο. Έρευνες έχουν δείξει ότι το 70% των θυμάτων έχει “παγώσει” απέναντι στο βιαστή, χωρίς να μπορέσει να αντιδράσει απέναντι στο όσα του συμβαίνουν”, επισημαίνει η Ιω. Στεντούμη.
Παραβίαση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης
Ένα από τα επιχειρήματα που είχαν αναδείξει οι διεθνείς οργανώσεις γύρω από το αδίκημα του βιασμού και το νομικό προσδιορισμό του, ήταν και η υποχρέωση της Ελλάδας να υιοθετήσει τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών. Η Σύμβαση που υπεγράφη το 2011 και είναι υποχρεωτική για τις χώρες που συμμετέχουν στο Συμβούλιο της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η χώρα μας, αναφέρει ότι το κακούργημα του βιασμού θα πρέπει να ορίζεται με βάση τη συναίνεση του θύματος, και όχι τη βία ή την απειλή που δέχθηκε.
“Η επιμονή σε έναν ορισμό του βιασμού που επικεντρώνεται στην αντίσταση και τη βία παρά στην συναίνεση θα έχει αντίκτυπο όχι μόνο στην καταγγελία βιασμών που γενικά είναι πολύ χαμηλή αλλά επίσης και στην κοινωνική αντίληψη περί σεξουαλικής βίας, όταν και τα δύο είναι κομβικές πλευρές της καταπολέμησης της ατιμωρησίας για αυτά τα εγκλήματα και της πρόληψής τους” υποστήριζε η Διεθνής Αμνηστία το 2019, στο υπόμνημα που είχε καταθέσει στο υπουργείο Δικαιοσύνης, την περίοδο της συζήτησης του νέου Ποινικού Κώδικα.
Όπως τόνιζε, “αναγνωρίζοντας ότι η σεξουαλική βία είναι μια παραβίαση της σεξουαλικής αυτονομίας και της σωματικής ακεραιότητας ενός ατόμου, τα διεθνή πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν εξελιχθεί στην τωρινή αναγνωρισμένη αντίληψη ότι η έννοια της ελεύθερα δοθείσης συναίνεσης (αξιολογούμενης στο πλαίσιο των περιστάσεων) αντί της χρήσης βίας ή απειλής αυτής θα πρέπει να είναι το κεντρικό στοιχείο για τον ορισμό εγκλημάτων σεξουαλικής βίας. Ως προς αυτό το ζήτημα, σύμφωνα με την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, ο βιασμός και άλλες μη συναινετικές πράξεις σεξουαλικής φύσης είναι παραβιάσεις της σεξουαλικής αυτονομίας και της σωματικής ακεραιότητας ενός ατόμου, και θα πρέπει να κατατάσσονται στα ποινικά αδικήματα”.