Ο κορυφαίος Περουβιανός συγγραφέας Μάριο Βάργκας Λιόσα, μιλά για την
Ελλάδα σε επιστολή του, που δημοσιεύθηκε στην ισπανική εφημερίδα «El
Pais».
Με ένα
λογοτεχνικό κείμενο που θυμίζει τη γνωριμία του με την «ερωμένη του
Θουκυδίδη», όπως έχει χαρακτηριστεί η Ζακλίν ντε Ρομιγί, ο νομπελίστας
συγγραφέας αναφέρεται με θαυμασμό και αγάπη στην Ελλάδα και τον ελληνικό
πολιτισμό.
«Η Ευρώπη γεννήθηκε εκεί, στους πρόποδες της Ακρόπολης, είκοσι πέντε αιώνες πριν, και ό,τι καλύτερο έχει, ό,τι αποδέχεται και θαυμάζει περισσότερο έχει τις μακρινές ρίζες του σε αυτή τη μικρή γωνιά της γηραιάς ηπείρου, στις ακτές του Αιγαίου, όπου το φως του ήλιου είναι πιο δυνατό και η θάλασσα πιο γαλάζια» λέει ο βαθύτατα κοινωνικός και πολιτικός συγγραφέας που έχει αναδείξει τις μεγάλες πολιτικές αντιθέσεις της κοινωνίας και της εποχής του.
Αξίζει τον κόπο να διαβάσετε ολόκληρη την επιστολή:
«Γιατί η Ελλάδα;
Η
Ελλάδα δεν μπορεί να πάψει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης,
χωρίς η τελευταία να μετατραπεί σε μια γκροτέσκα καρικατούρα του εαυτού
της, καταδικασμένη στην πιο παταγώδη αποτυχία. Η Ελλάδα είναι το σύμβολο
της Ευρώπης.
Σε εκείνο το δείπνο, πριν από μερικά χρόνια, κάθισα
δίπλα σε μια ηλικιωμένη κυρία που κάλυπτε τα μάτια της με μεγάλα σκούρα
γυαλιά. Ήταν συμπαθητική, κομψή, μιλούσε εξαίσια γαλλικά και, παρόλο που
κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες για να το κρύψει, σε ό,τι έλεγε και
σκεφτόταν έλαμπε ένας τεράστιος πολιτισμός. Μόνο στα μισά του δείπνου
αντιλήφθηκα, από την ιδιαίτερη προσοχή με την οποία χειριζόταν τα
μαχαιροπήρουνα, πως ήταν τυφλή ή, τουλάχιστον, ότι η όρασή της ήταν πολύ
περιορισμένη.
Μόνο όταν χωρίσαμε μετά το δείπνο, ανακάλυψα ότι η
Ζακλίν ντε Ρομιγί ήταν μια μεγάλη ελληνίστρια, καθηγήτρια Αρχαίας
Ελληνικής Γραμματείας στην École Normale και στη Σορβόννη, η πρώτη
γυναίκα καθηγήτρια του Κολεγίου της Γαλλίας και μία από τις λίγες
εκπροσώπους του γυναικείου φύλου στη Γαλλική Ακαδημία. Το πρώτο βιβλίο
της που διάβασα, το Γιατί η Ελλάδα;, με εντυπωσίασε όσο και η ίδια.
Παρά
το γεγονός ότι αυτά που γράφει έχουν συμβεί πριν από είκοσι πέντε
αιώνες, είναι εξαιρετικά επίκαιρα και η ανάγνωσή τους θα έπρεπε να είναι
υποχρεωτική για τους Ευρωπαίους τούτες τις μέρες που, τρομοκρατημένοι
από αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, το ιλιγγιώδες χρέος της, την
πολιτική αναρχία, τη φοβερή φτώχεια και την άνοδο του φασιστικού και
κομμουνιστικού εξτρεμισμού στις τελευταίες εκλογές, πιστεύουν ότι η
έξοδος της χώρας από το ενιαίο νόμισμα, και ακόμη και από την Ευρωπαϊκή
Ένωση, είναι αναπόφευκτη έως και αναγκαία.
Το βιβλίο
εξηγεί πώς η νεαρή Ζακλίν διάβασε στα σχολικά της χρόνια Θουκυδίδη και
πώς η εντύπωση που της προκάλεσε ο ένας από τους δύο πατέρες της
Ιστορίας (μαζί με τον Ηρόδοτο) κατεύθυνε την κλίση της στη μελέτη της
κλασικής Ελλάδας, στην οποία θα αφιέρωνε τη ζωή της. Το δοκίμιο κάνει
έναν απολογισμό, με τρόπο σαφή, ψυχαγωγικό και βαθύ –σπάνιος συνδυασμός
για ειδικό– εκείνου του θαυμαστού 5ου αιώνα προ Κοινής Εποχήςστον οποίο
ιστορία, φιλοσοφία, τραγωδία, πολιτική, ρητορική, ιατρική, γλυπτική
έφτασαν στο απόγειό τους στην Ελλάδα, και έθεσαν τα θεμέλια γι’ αυτό που
τελικά θα ονομαζόταν δυτικός πολιτισμός.
Ο Όμηρος και ο Ησίοδος
είναι σημαντικά προγενέστεροι του 5ου αιώνα, φυσικά, ενώ υπάρχουν
καλλιτέχνες, διανοητές και κωμωδιογράφοι και μετά την εν λόγω ιστορική
περίοδο.
Το βιβλίο δεν διστάζει να υποχωρεί ή να προχωρεί στον
χρόνο, ώστε να τους εντάξει όλους στην ελληνική κληρονομιά, παρόλο που
το μεγαλύτερο μέρος αυτού που αποκαλεί «μια ξενάγηση μέσα από τα
κείμενα» επικεντρώνεται σε εκείνο το μικρό χρονικό διάστημα των 100
χρόνων, όπου στον περιορισμένο χώρο του ελληνικού κόσμου υπάρχει μια
ορμητική έκρηξη, μια φρενήρης δημιουργικότητα σε όλους τους τομείς του
πνεύματος, με ιδέες, αισθητικά πρότυπα, πνευματικά μοντέλα, εφευρέσεις
και ανακαλύψεις, χάρη στις οποίες ο πολιτισμός του λόγου θα έπαιρνε μια
κρίσιμη απόσταση από όλους τους άλλους πολιτισμούς του παρελθόντος και
της εποχής του, και, χωρίς να το επιδιώκει ή να το γνωρίζει, θα άλλαζε
για πάντα την παγκόσμια ιστορία.
Η Ζακλίν ντε Ρομιγί καταδεικνύει
ότι στην Ελλάδα γεννήθηκαν ή απέκτησαν μια πραγματική υπόσταση και έναν
δυναμισμό που ποτέ πριν δεν είχαν υπάρξει στην κοινωνική ζωή κανενός
λαού, οι καθοριστικοί παράγοντες της ανθρώπινης προόδου, όπως η
δημοκρατία, η ελευθερία, το δίκαιο, η τέχνη και ο λόγος χωρίς τα δεσμά
της θρησκείας, οι έννοιες της ισότητας, της υπεροχής του ατόμου, του
πολίτη, και ένας μοναδικός, νέος τρόπος σύνδεσης του ανθρώπου με τη μετά
θάνατον ζωή και τους θεούς, και, φυσικά, οι ιδέες της ομορφιάς και της
ασχήμιας, του καλού και του κακού, της ευτυχίας και της δυστυχίας που,
αν και με τις αναπόφευκτες αποχρώσεις και προσαρμογές που έχει επιβάλει η
ιστορία, παραμένουν εν ισχύι.
Προκαλεί τον θαυμασμό το ότι ένας
λαός τόσο μικρός και τόσο ελάχιστα συνεκτικός πολιτικά, φτιαγμένος από
λίγες πόλεις και αποικίες απλωμένες σε όλη την Ευρώπη και τη Μικρά Ασία,
οι οποίες διατηρούσαν μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας μεταξύ τους, ένας λαός
ενστικτωδώς απρόθυμος να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία, να ασκήσει
αυτοκρατορική εξουσία και να υποστεί την κυριαρχία ενός τυράννου (όπως
έκαναν όλοι οι άλλοι) ήταν σε θέση να αφήσει στην ιστορία της
ανθρωπότητας ένα ίχνος τόσο βαθύ, τόσο παρόν τόσους πολλούς αιώνες
αργότερα, όταν σχεδόν όλες οι άλλες μεγάλες αυτοκρατορίες ή πολιτισμοί
–οι Πέρσες και οι Αιγύπτιοι, για παράδειγμα– αποτελούν σήμερα ως επί το
πλείστον, χωρίς να ξεχνάμε κανένα από τα θαύματά τους, μουσειακά
κομμάτια.
Δεν ήταν ατύχημα ούτε έργο της τύχης, υπήρχαν λόγοι γι’
αυτό και στο βιβλίο της Ζακλίν ντε Ρομιγί παρελαύνουν μπροστά στα μάτια
μας με το ίδιο παράστημα, την ομορφιά και την κομψότητα που με μάγεψαν
εκείνο το βράδυ στη συνομιλία μας. Οι σωκρατικοί και πλατωνικοί
διάλογοι, εκτός του ότι ήταν ένας τρόπος φιλοσοφικής διδασκαλίας, μας
εξηγεί η συγγραφέας, έμαθαν στους ανθρώπους ότι η συνομιλία, η συζήτηση
σε ομάδες, είναι ένας πιο πολιτισμένος και ηθικός τρόπος συνύπαρξης απ’
ό,τι οι διαταγές ή η υπακοή, είναι μια μορφή επικοινωνίας που
αναγνωρίζει ή καθιερώνει εξαρχής μια βασική ισοτιμία, μία αμοιβαιότητα
δικαιωμάτων μεταξύ των συνομιλητών. Έτσι αναδύθηκε η ελευθερία, έπαψε ο
άνθρωπος να είναι ζώο, γεννήθηκε αληθινά η ανθρωπιά του ανθρώπου.
Αυτή
η παρουσίαση στο Γιατί η Ελλάδα; δεν εμφανίζεται ως μια αφηρημένη
συζήτηση, αλλά μέσα από σχόλια και λογοτεχνικά αποσπάσματα, γιατί, όπως η
συγγραφέας ποτέ δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει, ό,τι αποτελεί έναν
πολιτισμό εκπροσωπείται κατ’ ουσίαν στα λογοτεχνικά του έργα, και η
πραγματική κριτική είναι αυτή που ερευνά την ποίηση, την πεζογραφία, το
θέατρο, το δοκίμιο που παράγει μια κοινωνία καθώς αναζητά τις κρυμμένες
αλήθειες που τροφοδοτούν τη φαντασία της και διαπερνούν τις περιπέτειες
και τους ήρωες στους οποίους οι καλλιτέχνες έδωσαν ζωή για να
κατευνάσουν τη δίψα των ανθρώπων της για το απόλυτο, τη δίψα τους να
ζήσουν άλλες ζωές.
«Χωρίς να το ξέρουμε, αναπνέουμε τον
αέρα της Ελλάδας κάθε στιγμή», γράφει σε μια από τις σελίδες του. Ένα
από τα μεγάλα παράδοξα είναι ότι οι Έλληνες, οι οποίοι ποτέ δεν
κατέκτησαν κανέναν λαό και πολέμησαν μόνο για την υπεράσπιση της
ελευθερίας τους, αργότερα κυριάρχησαν διακριτικά σε όλο τον κόσμο,
αρχίζοντας από τη Ρώμη, της οποίας οι λεγεώνες πίστεψαν ότι κατέλαβαν
άκοπα την Ελλάδα, όταν στην πραγματικότητα θα ήταν οι ηττημένοι που θα
κατόρθωναν να διεισδύσουν στον νου, στο πνεύμα και ακόμη και στη γλώσσα
του κατακτητή. (Το δοκίμιο αποκαλύπτει ότι επί πολλά χρόνια εθεωρείτο
εκλεπτυσμένο για τις ρωμαϊκές οικογένειες των συγχρόνων του Κικέρωνα και
του Βιργιλίου να μιλούν ελληνικά.)
Είναι αλήθεια ότι η
Ελλάδα του σήμερα είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που έκτισε τον
Παρθενώνα, από εκείνη στην οποία φιλοτέχνησε τα γλυπτά του ο Φειδίας και
αγόρευσε ο Σόλωνας. Στους είκοσι πέντε αιώνες που μεσολάβησαν ο λαός
της έχει βιώσει ίσως πιο πολλές συμφορές και καταστροφές από τους
περισσότερους άλλους: εξωτερικούς και εμφυλίους πολέμους, κατοχές που
επί αιώνες κατέστρεψαν την ελευθερία της, τυραννίες και απομόνωση που
αρκετές φορές απείλησαν να τη διαλύσουν.
Σήμερα το πρωί διάβασα
στην International Herald Tribune μια τρομακτική περιγραφή της
κατάστασης της οικονομίας της, για τα τερατώδη προνόμια που απολάμβαναν
όλα αυτά τα χρόνια οι εφοπλιστές, ο τραπεζίτες και οι πιο πλούσιοι
επιχειρηματίες, απαλλασσόμενοι από την καταβολή φόρων, και για τις
περιουσίες που έχουν διαφύγει και εξακολουθούν να διαφεύγουν από τη χώρα
προς την Ελβετία και τους ασφαλέστερους φορολογικούς παραδείσους ανά
τον κόσμο, ενώ οι Έλληνες εξακολουθούν να γίνονται φτωχότεροι, να
βλέπουν τους μισθούς τους να συρρικνώνονται ή να περνούν στην ανεργία,
στην επαιτεία και την πείνα.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποτελεί
έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες ψήφισαν στις πρόσφατες εκλογές
ναζί και εξτρεμιστές της αριστεράς, αλλά το ότι εξακολουθούν να υπάρχουν
πολλοί Έλληνες που πιστεύουν στη δημοκρατία, και ότι οι δημοσκοπήσεις
για τις επόμενες εκλογές δείχνουν πως τα κόμματα της κεντροδεξιάς, του
κέντρου και της κεντροαριστεράς που υπερασπίζονται την ευρωπαϊκή επιλογή
και αποδέχονται τους όρους που έχουν επιβάλει οι Βρυξέλλες για τη
σωτηρία της Ελλάδας, θα μπορούσαν να έχουν την πλειοψηφία και να
σχηματίσουν κυβέρνηση.
Η ελπίδα μου είναι ότι αυτό θα συμβεί
επειδή, απλά, η Ελλάδα δεν μπορεί να πάψει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος
της Ευρώπης, χωρίς η τελευταία να γίνει μια γκροτέσκα καρικατούρα του
εαυτού της, καταδικασμένη στην πιο παταγώδη αποτυχία.
Η Ευρώπη
γεννήθηκε εκεί, στους πρόποδες της Ακρόπολης, είκοσι πέντε αιώνες πριν,
και ό,τι καλύτερο έχει, ό,τι αποδέχεται και θαυμάζει περισσότερο στον
εαυτό της, συμπεριλαμβανομένης της χριστιανικής θρησκείας –μία από τις
πιο όμορφες σελίδες του δοκιμίου της Ζακλίν ντε Ρομιγί εξηγεί γιατί τα
περισσότερα Ευαγγέλια γράφτηκαν στα ελληνικά– καθώς και των δημοκρατικών
θεσμών, της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχει τις
μακρινές ρίζες του σε αυτή τη μικρή γωνιά της γηραιάς ηπείρου, στις
ακτές του Αιγαίου, όπου το φως του ήλιου είναι πιο δυνατό και η θάλασσα
πιο γαλάζια.
Η Ελλάδα είναι το σύμβολο της Ευρώπης και τα σύμβολα
δεν μπορούν να καταλυθούν χωρίς αυτό που ενσαρκώνουν να καταρρεύσει και
να αποσυντεθεί σε εκείνη τη βάρβαρη σύγχυση του παραλογισμού και της
βίας από την οποία μας έβγαλε ο ελληνικός πολιτισμός».