Νέα έρευνα της Ε.Ε. για την κοινωνική κατάσταση στα κράτη - μέλη. Η
Ελλάδα πρωταγωνιστεί στην φτώχεια. Ένα στα πέντε νοικοκυριά δεν μπορεί
να συμπληρώσει εισόδημα ανώτερο ή ίσο του 60% του μέσου εθνικού
εισοδήματος.
Στην Ελλάδα, την Ισπανία, τη Βουλγαρία και την Κροατία, το
ένα στα πέντε νοικοκυριά (20%) ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή
συμπεριλαμβανομένης και της κοινωνικής πρόνοιας δεν καταφέρνει να έχει
διαθέσιμο εισόδημα ίσο ή ανώτερο του 60% του μέσου εισοδήματος στη χώρα
του.
Αυτό αναφέρεται σε σημερινή ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής σχετικά με την κοινωνική κατάσταση, όπου, όπως επισημαίνεται,
στην ΕΕ το 16% των νοικοκυριών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Τα
μικρότερα ποσοστά σχετικώς φτωχών νοικοκυριών εμφανίζονται στην Τσεχία
και την Ολλανδία και κινούνται λίγο κάτω από το 10%.
Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, περισσότερο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο της φτώχειας είναι, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι πολίτες με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης.
Στην Ελλάδα φτωχοί είναι, με βάση τα επίσημα στοιχεία, το 29,6% των ατόμων χαμηλής εκπαίδευσης (ο αντίστοιχος μέσος κοινοτικός όρος είναι στο 24,2%), το 19,7% των ατόμων μέσης εκπαίδευσης (ο αντίστοιχος μέσος κοινοτικός όρος είναι στο 14%) και το 7,3% των ατόμων ανώτερης εκπαίδευσης (ο αντίστοιχος μέσος κοινοτικός όρος είναι στο 7,1%).
Τέλος, όπως αναφέρεται, η Ελλάδα και η Κύπρος είναι οι μόνες χώρες μέλη της Ε.Ε. όπου ο αριθμός των ανδρών που φοιτούν στην ανώτερη εκπαίδευση είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο αριθμό των γυναικών.
"Η Ε.Ε. των μεταναστών"
Στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Ισπανία και την Αυστρία, περίπου το 7% του καταγεγραμμένου πληθυσμού είναι ξένοι πολίτες που δεν προέρχονται από άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ.
Ο αντίστοιχος μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι στο 4,7%, με τη Λετονία και την Εσθονία να υπερβαίνουν το 15% και την Πολωνία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Κροατία να βρίσκονται στον αντίποδα, εμφανίζοντας ποσοστά περί το 0,5%.
Στα στατιστικά στοιχεία που δημοσιοποίησε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την κοινωνική κατάσταση στην ΕΕ, επισημαίνεται ότι συμπεριλαμβανομένων των πολιτών και από τις χώρες - μέλη της ΕΕ, τα μεγαλύτερα ποσοστά μεταναστών εμφανίζονται στο Λουξεμβούργο (44%) και στην Κύπρο (20%) ενώ τα μικρότερα (περί το 1%) στη Λιθουανία την Πολωνία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Κροατία.
Στις χώρες - μέλη της Ε.Ε. οι επισήμως καταγεγραμμένοι μετανάστες αναλογούν κατά μέσο όρο στο 6,8%, ενώ στην Ελλάδα ανέρχονται στο 8,6%.
Πηγή: ΑΠΕ
Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, περισσότερο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο της φτώχειας είναι, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι πολίτες με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης.
Στην Ελλάδα φτωχοί είναι, με βάση τα επίσημα στοιχεία, το 29,6% των ατόμων χαμηλής εκπαίδευσης (ο αντίστοιχος μέσος κοινοτικός όρος είναι στο 24,2%), το 19,7% των ατόμων μέσης εκπαίδευσης (ο αντίστοιχος μέσος κοινοτικός όρος είναι στο 14%) και το 7,3% των ατόμων ανώτερης εκπαίδευσης (ο αντίστοιχος μέσος κοινοτικός όρος είναι στο 7,1%).
Τέλος, όπως αναφέρεται, η Ελλάδα και η Κύπρος είναι οι μόνες χώρες μέλη της Ε.Ε. όπου ο αριθμός των ανδρών που φοιτούν στην ανώτερη εκπαίδευση είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο αριθμό των γυναικών.
"Η Ε.Ε. των μεταναστών"
Στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Ισπανία και την Αυστρία, περίπου το 7% του καταγεγραμμένου πληθυσμού είναι ξένοι πολίτες που δεν προέρχονται από άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ.
Ο αντίστοιχος μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι στο 4,7%, με τη Λετονία και την Εσθονία να υπερβαίνουν το 15% και την Πολωνία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Κροατία να βρίσκονται στον αντίποδα, εμφανίζοντας ποσοστά περί το 0,5%.
Στα στατιστικά στοιχεία που δημοσιοποίησε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την κοινωνική κατάσταση στην ΕΕ, επισημαίνεται ότι συμπεριλαμβανομένων των πολιτών και από τις χώρες - μέλη της ΕΕ, τα μεγαλύτερα ποσοστά μεταναστών εμφανίζονται στο Λουξεμβούργο (44%) και στην Κύπρο (20%) ενώ τα μικρότερα (περί το 1%) στη Λιθουανία την Πολωνία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Κροατία.
Στις χώρες - μέλη της Ε.Ε. οι επισήμως καταγεγραμμένοι μετανάστες αναλογούν κατά μέσο όρο στο 6,8%, ενώ στην Ελλάδα ανέρχονται στο 8,6%.
Πηγή: ΑΠΕ