Ο πανδημικός ιός της γρίπης Η1Ν1 του 2009 προκάλεσε περίπου
203.000 θανάτους πνευμονικής αιτιολογίας σε όλο τον κόσμο, ενώ αν
συνυπολογισθούν και οι λοιποί θάνατοι λόγω επιπλοκών που σχετίζονται με
τον ιό, όπως οι καρδιαγγειακοί, τότε ο αριθμός ανεβαίνει στους 400.000.
Οι νέες αυτές εκτιμήσεις από μια μεγάλη διεθνή ερευνητική ομάδα είναι πολύ υψηλότερες (υπερδεκαπλάσιες) από τις επίσημες εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για τα θύματα της τότε πανδημίας.
Οι 60 ερευνητές από 26 χώρες, με επικεφαλής την καθηγήτρια Λόουν Σίμονσεν της Σχολής Δημόσιας Υγείας του πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσιγκτον των ΗΠΑ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "PLoS Medicine", τόνισαν ότι «η νέα μελέτη επιβεβαιώνει πως ο ιός Η1Ν1 σκότωσε πολύ περισσότερους ανθρώπους παγκοσμίως από ό,τι αρχικά θεωρείτο».
Επίσης, όπως διαπιστώθηκε, οι περισσότεροι θάνατοι από την πανδημία αφορούσαν κυρίως ανθρώπους της νεότερης και μέσης ηλικίας και όσους ζούσαν σε μερικές χώρες της Αμερικής (Μεξικό, Αργεντινή, Βραζιλία), ενώ αντίθετα τα θύματα ήσαν αναλογικά πολύ λιγότερα στην Αυστραλία, τη Ν. Ζηλανδία και τις περισσότερες περιοχές της Ευρώπης. Το 62% έως 85% των θανάτων της πανδημίας του 2009 συνέβησαν σε ανθρώπους κάτω των 65 ετών, αντίθετα με ό,τι συνήθως συμβαίνει με την εποχική γρίπη, που πλήττει πρωτίστως άτομα της τρίτης ηλικίας.
Η μεγάλη απόκλιση από τις εκτιμήσεις του ΠΟΥ, οφείλεται στο ότι ο τελευταίος βασίζεται μόνο στις περιπτώσεις μόλυνσης από τον ιό, οι οποίες έχουν επιβεβαιωθεί σε κάποιο επιστημονικό εργαστήριο. Με βάση αυτό το κριτήριο, ο ΠΟΥ ανέφερε μόνο 18.449 θανατηφόρα κρούσματα, αριθμός που εξαρχής είχε θεωρηθεί πολύ χαμηλός σε σχέση με την πραγματικότητα. Η νέα μελέτη επιβεβαιώνει τις υποψίες, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι που πέθαναν το 2009, ποτέ δεν είχαν κάνει τεστ για τον ιό Η1Ν1.
Η νέα εκτίμηση των θυμάτων δείχνει ότι άδικα ορισμένοι είχαν τότε κατηγορήσει ως υπερβολική την κινητοποίηση των εθνικών και διεθνών υπηρεσιών υγείας, καθώς μπορεί μεν ο ιός να μην ήταν θανατηφόρος όσο η ισπανική γρίπη του 1918 (που είχε σκοτώσει 50 εκατ. ανθρώπους ή το 2% του τότε παγκόσμιου πληθυσμού), παρ’ όλα αυτά αποτελούσε έναν άκρως απειλητικό και θανατηφόρο εχθρό.
Οι ερευνητές ανέλυσαν πραγματικά στοιχεία θανάτων από 21 χώρες που αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού. Με διάφορες στατιστικές και άλλες μεθόδους, επέκτειναν τους υπολογισμούς τους και στις υπόλοιπες χώρες.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν να μελετούν τη «διαδρομή» που ακολούθησε ο ιός κατά την θανατηφόρα εξάπλωσή του, μεταξύ άλλων για να κατανοήσουν γιατί μερικές χώρες επλήγησαν πολύ πιο σοβαρά από άλλες.