Παραμονές Πρωτοχρονιάς.
Ο Θανασάκης,
μέρες τώρα σκεφτόταν το γράμμα που έπρεπε να ετοιμάσει για τον
Αϊ Βασίλη.
Το είχε κάνει και πέρυσι αυτό και όταν έφτασε η νύχτα της Πρωτοχρονιάς, ο Αϊ Βασίλης, την ώρα που εκείνος κοιμόταν, ήρθε κι άφησε πλάι στο κρεβατάκι του το παιχνίδι που είχε ζητήσει:
Ένα πανέμορφο αυτοκίνητο, ίδιο με τ’ αληθινά. Με τιμόνι, με ρόδες, με καθίσματα. Τίποτα δεν του έλειπε.
Το είχε κάνει και πέρυσι αυτό και όταν έφτασε η νύχτα της Πρωτοχρονιάς, ο Αϊ Βασίλης, την ώρα που εκείνος κοιμόταν, ήρθε κι άφησε πλάι στο κρεβατάκι του το παιχνίδι που είχε ζητήσει:
Ένα πανέμορφο αυτοκίνητο, ίδιο με τ’ αληθινά. Με τιμόνι, με ρόδες, με καθίσματα. Τίποτα δεν του έλειπε.
Φέτος ο Θανασάκης θα ζητήσει από
τον Αϊ Βασίλη ένα καράβι. Του αρέσουν πολύ τα καράβια.
Από το καλοκαίρι που ταξίδεψε και πήγε στο νησί με το καράβι, από τότε του μπήκε επιθυμία στην καρδιά του ν’ αποκτήσει ένα καράβι δικό του.
Από το καλοκαίρι που ταξίδεψε και πήγε στο νησί με το καράβι, από τότε του μπήκε επιθυμία στην καρδιά του ν’ αποκτήσει ένα καράβι δικό του.
-
Μαμά, πότε θα γράψουμε το γράμμα στον Αϊ Βασίλη;
-
Καλά που το θυμήθηκες, Θανασάκη, είπε εκείνη
χαμογελώντας.
Φέρε μολύβι και χαρτί, γιατί καθυστερήσαμε κιόλας. Δε μου είπες όμως τι δώρο θέλεις να σου φέρει ο Αϊ Βασίλης;
Έχεις αποφασίσει;
Φέρε μολύβι και χαρτί, γιατί καθυστερήσαμε κιόλας. Δε μου είπες όμως τι δώρο θέλεις να σου φέρει ο Αϊ Βασίλης;
Έχεις αποφασίσει;
-
Μαμά, λες να έχει καράβια o Αϊ Βασίλης;
-
Βεβαίως και έχει. Απ’ όλα έχει για τα καλά παιδιά.
-
Μόνο για τα παιδιά; Για τον εαυτό του δεν έχει;
-
Μα τι θέλεις να πεις; Δεν καταλαβαίνω.
-
Να, σκέφτομαι ότι αφού είναι τόσο πλούσιος ο Αϊ Βασίλης
και δίνει δώρα στα παιδιά, θα έχει και για τον εαυτό του ό,τι
επιθυμεί. Θα έχει, δηλαδή, δικό του αληθινό καράβι, αληθινό
αυτοκίνητο, ίσως και ελικόπτερο.
-
Όχι, όχι, κάνεις λάθος, Θανασάκη. Ο Αϊ Βασίλης δεν έχει
τίποτε απ’ όλα αυτά. Βλέπεις, όλα τα λεφτά τα χαλάει για τα
παιδιά και ο ίδιος είναι φτωχός.
Η μητέρα πήρε το χαρτί κι έγραψε
το γράμμα του της υπαγόρευσε ο Θανάσης.
Σεβαστέ κι αγαπημένε μου Αϊ
Βασίλη,
Είμαι ο Θανασάκης. Σε θυμάμαι
πάντα με αγάπη. Φέτος θέλω να μου φέρεις ένα καράβι…
Ο Θανασάκης σταμάτησε. Η μαμά
του ρώτησε:
-
Ναι; Τι καράβι θέλεις να γράψω;
-
Τίποτα, τίποτα. Ένα καράβι.
Ντράπηκε να πει το πιο μεγάλο
καράβι που μπορούσε να γίνει. Αφού ο Αϊ Βασίλης δεν ήταν
πλούσιος, ήταν ντροπή να ζητάει κανείς πολύ ακριβά δώρα.
-
Ωραία, είπε η μητέρα.
Έβαλε από κάτω το όνομα του παιδιού κι έκλεισε το φάκελο. Μόλις βγω έξω, πρόσθεσε, θα το ταχυδρομήσω.
Έβαλε από κάτω το όνομα του παιδιού κι έκλεισε το φάκελο. Μόλις βγω έξω, πρόσθεσε, θα το ταχυδρομήσω.
Τ’ απόγευμα ο Θανασάκης με τη μητέρα του
πήγαν στα ξαδελφάκια του, τη Λίνα και τον Πετρή.
-
Εμένα, μου είπε ο μπαμπάς μου πως φέτος θα μου φέρει ο Αϊ
Βασίλης και κούκλα και κρεβατάκι, για να κοιμάται, και ηλεκτρικό
πλυντήριο, είπε επάνω στην κουβέντα η Λίνα.
-
Δεν του ζητάς και σαλονάκι και ηλεκτρική κουζίνα και
σερβίτσια; θύμωσε ο Θανάσης.
-
Κι εμένα θα μου φέρει τρένο ηλεκτρικό, και
CD ROM,
καμάρωσε ο Πετρής.
-
Σαν πολλά δε ζητάς; Ρωτάς όμως πού θα τα βρει τόσα λεφτά
ο καημένος ο Αϊ Βασίλης; Αν ήταν πλούσιος, θα είχε δικό του
ελικόπτερο.
-
Άκου το γιο σου, Μαίρη, είπε η μαμά των παιδιών στη
μητέρα του Θανασάκη. Έχει ψυχούλα μάλαμα το παιδί.
Πέρασαν οι μέρες.
Ήρθε επιτέλους η παραμονή.
Η κυρία Μαίρη, απορροφημένη από τις πολλές δουλειές της, δεν πρόσεξε το Θανασάκη που ήταν σκεφτικός εκείνη τη μέρα.
Ούτε κι όταν τον βρήκε κλειδωμένο στο δωμάτιό του, σκέφτηκε να τον ρωτήσει γιατί κλείδωσε.
Σαν βράδιασε, τον έλουσε, τον άλλαξε και τον έβαλε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί.
Μόλις όμως έσβησε το φως και βγήκε από το δωμάτιο, εκείνος πετάχτηκε επάνω, γύρισε την άκρη από το στρώμα του και τράβηξε από κάτω ένα κλειστό φάκελο.
Τον τοποθέτησε πάνω στο κομοδίνο του κι ευχαριστημένος ξανάπεσε στο κρεβάτι.
Ήρθε επιτέλους η παραμονή.
Η κυρία Μαίρη, απορροφημένη από τις πολλές δουλειές της, δεν πρόσεξε το Θανασάκη που ήταν σκεφτικός εκείνη τη μέρα.
Ούτε κι όταν τον βρήκε κλειδωμένο στο δωμάτιό του, σκέφτηκε να τον ρωτήσει γιατί κλείδωσε.
Σαν βράδιασε, τον έλουσε, τον άλλαξε και τον έβαλε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί.
Μόλις όμως έσβησε το φως και βγήκε από το δωμάτιο, εκείνος πετάχτηκε επάνω, γύρισε την άκρη από το στρώμα του και τράβηξε από κάτω ένα κλειστό φάκελο.
Τον τοποθέτησε πάνω στο κομοδίνο του κι ευχαριστημένος ξανάπεσε στο κρεβάτι.
Όταν γύρισε από τη δουλειά ο
πατέρας του, φορτωμένος με πακέτα, είπε στη γυναίκα του.
-
Κοίταξε, Μαίρη. Λες ν’ αρέσει το καράβι που έστειλε ο Αϊ
Βασίλης στο γιο μας;
-
Είναι τρέλα, είπε εκείνη. Θα ενθουσιαστεί. Πάω να το βάλω
στο κομοδίνο του να το δει μόλις ξυπνήσει.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο του παιδιού
είδε τον κλεισμένο φάκελο.
Με περιέργεια τον πήρε στα χέρια της και διάβασε:
Με περιέργεια τον πήρε στα χέρια της και διάβασε:
«Για τον Αϊ Βασίλη…»
-
Τι να του γράφει πάλι; αναρωτήθηκε και πηγαίνοντας στο
σαλόνι έσκισε το φάκελο.
Σκεφτείτε την έκπληξή της όταν
έβγαλε από μέσα χίλιες εβδομήντα δραχμές, σε κατοστάρικα,
πενηντάρικα, εικοσάρικα και δεκάρικα κι ένα χαρτάκι που έλεγε:
«Είναι από τον κουμπαρά μου
για ν’ αγοράσεις ένα δικό σου ελικόπτερο».
Γύρισε πίσω στο δωμάτιο του παιδιού, έσκυψε και το φίλησε στο
μέτωπο. Ύστερα συγκινημένη μάζεψε από κάτω τα σπασμένα κομμάτια
του πήλινου κουμπαρά, που ο Θανασάκης τον έσπασε για να κάνει
δώρο στον Αϊ Βασίλη.
ΔΩΡΟ ΣΤΟΝ ΑΪ ΒΑΣΙΛΗ
Της Μαρίας Γουμενοπούλου
Από το βιβλίο «Να τα πούμε;
Να τα πείτε!»