Η ΡΟΥΜΕΛΗ ΘΡΗΝΕΙ ! ΕΦΥΓΕ Ο ΣΤΡΑΤΟΚΟΠΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΕΥΘΙΜΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η κηδεία του θα γινει αύριο στις 3 το μεσημέρι από τον ιερό ναό Αγίου Δημητρίου στη Λαμία.
ΔΟΛΟΠΕΣ ΚΑΙ ΔΟΛΟΠΙΑ απο τον ΙΣΤΟΡΙΚΟ κυρ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟ ΕΥΘΥΜΙΟ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΑΘΛΗΤΕΣ ΣΤΑ ΛΟΥΤΡΑ ΣΜΟΚΟΒΟΥ
O αγώνας και η προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών της ζωής, υπήρξε η πρώτη καθoριστική φροντίδα του ανθρώπου, από τότε που άρχισε να αντιμετωπίζει συστηματικά τη γύρω φύση και το περιβάλλον.
Κι αυτό ακριβώς τον έκανε να επιζητά διαρκώς, όλο και καλύτερες συνθήκες και να ανακόπτει την προσπάθεια του αυτή, μόνο όταν εύρισκε ένα μέρος από αυτές η περισσότερο από εκείνο που ζητούσε.
Στην αρχή ακριβώς αυτή υπήκοντας και οι άγνωστοι στους πολλούς Δόλοπες ένα μικρό και ολιγάριθμο γηγενές ελληνικό φύλο, μετά από διαρκείς μετακινήσεις, περιπλανήσεις και δοκιμασίες, ήρθε από παρά πολύ παλιά και καταστάλαξε σε τούτη εδώ την περιοχή, αφού βρήκε εδώ εκείνο που επιζητούσε, την ανεξαρτησία αφού κανένας από τους γείτονες περίοικους δεν αμφισβήτησε η διεκδίκησε ποτέ.
Δεν υπάρχουν ξεκάθαρες ιστορικές μαρτυρίες για το πώς και πότε άρχισε η προσπάθεια για την εποίκηση της περιοχής.
Τα σκόρπια όμως στοιχεία που συλλέγονται εδώ κα εκεί , παρέχουν χαρακτηριστικά κομμάτια από ένα πάζλ, που η ταξινόμηση και σύνθεση τους παρέχει τη δυνατότητα να καλύψουμε πολλά παρουσιαζόμενα κενά.
Έτσι το πρώτο που διαφαίνεται είναι ένα ανικανοποίητο στην αναζήτηση των Δολόπων, από τα πρώτα ακόμα βήματα της εμφάνισης τους.
Με πληροφορίες από το Θουκυδίδη από το Στράβωνα ,βεβαιώνεται ότι το φύλο αυτό, υπήρξε μια καθαρά ξεχωριστή θεσσαλική εθνότητα, άγνωστη όμως καταγωγής ,συγγενική προς τους θαλασσινούς κυρίως μαγνήτες, με τους οποίους όμως δεν παρουσιάζει το κοινό ενδιαφέρον για τη θάλασσα, αφού οι Δόλοπες την αποφεύγουν.
Και φαίνεται αυτό και από το ότι η περιοχή που τελικά επέλεξαν δεν έχει κανένα σημείο της όχι να βρέχεται αλλά ούτε και να πλησιάζει κεντά σε θάλασσα.
Παρά και το γεγονός ότι για ένα διάστημα άγνωστο το πώς πέρασαν τους βρίσκουμε πειρατές στην Σκύρο, απ όπου και πάλι , από το ανικανοποίητο , πέρασαν δυτικά στην περιοχή των Αχαιών, και ακολουθώντας ως φαίνεται τις κορυφογραμμές της αραιοκατοικημένης Όθρης, ήρθαν στην ακατοίκητη εδώ περιοχή και λαϊσαν Είναι αλήθεια, μια ειδυλλιακή βουκολική περιοχή, πλην όμως δύσκολη, δύστροπη, έρημη και απομονωμένη, που αν και τη ζώνουν γύρω της Θεσσαλοί Μάγνητες Φθιώτες, Λοκροί, Αινιάνες, Αυρυτάνες, Ακαρνάνες, κανένας τους δεν φαίνεται να δείχνει ουσιαστικό ενδιαφέρον γι αυτήν.
Μια περιοχή περιφρονημένη, άβατη και αποκομμένη, με κύριο χαρακτηριστικό της το ελεύθερο και ανεξάρτητο, που φαίνεται ότι ιδιαίτερα επιζητούσαν οι Δόλοπες.
Μια περιοχή μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας στην οποία, η οροσειρά της Πίνδου χωρίζεται στο ύψος των Αγράφων με κοιλάδες πλούσιες σε βοσκοτόπια και εκτείνεται κατά μήκος από βορρά προς Νότο , σχηματίζοντας ιδιαίτερα δυσκολοδιάβατα και ακατοίκητα περάσματα δημιουργώντας έτσι αποτελεσματικό συνοριακό τείχος στην Θεσσαλία Ήπειρο, που χώριζε με φυσικό τρόπο το Ανατολικό από το Δυτικό τμήμα της κεντρικής Ελλάδας.
Η όλη αυτή περιοχή της πρώτης Δολοπίας περιλαμβάνει έκταση 1300 τετραγωνικών χιλιομέτρων, αραιοκατοικημένων.
Σ αυτή ,λοιπόν την περιοχή ,αν και κατοικώντας με τα κοπάδια τους μακριά ο ένας από τον άλλον ουσιαστικά, μπόρεσαν οι Δολοπες να κρατήσουν βασικές πολιτιστικές αρχές, γύρω από θρησκευτικές κυρίως και αθλητικές εκδηλώσεις ιδίως διδάχτηκαν αυτά , ακολουθώντας με τους Δωριείς τον Ηρακλή σε εκστρατείες του, κατά των Λαπηθών της Θεσσαλίας, για παράδειγμα. Και μ αυτά οι Δολοπες, ως γένος .
Κράτησαν σίγουρα ανοιχτές τις πόρτες για απόλυτη μεταξύ τους ομαδική συνεννόηση, συνεργασία και προπαντός κοινή αντιμετώπιση των οποίων καταστάσεων προέρχονταν έξω απ αυτούς . Χαρακτηριστικά τους βλέπουμε άλλοτε να συμμαχούν με τους Αχαιούς –Έλληνες κατά των Τρώων, στον Τρωικό πόλεμο , ως ένα από τους πέντε υπαρχηγούς του Αχιλλέα , το γέρο παιδαγωγό του Φοίνικα, απ τον οποίο ασφαλώς πολλά διδάγματα πήραν, άλλοτε πάλι να συμμαχούνε τους Πέρσες εναντίον των Ελλήνων στη μάχη των Θερμοπυλών, άλλοτε να συμμαχούν με τους Μαλιείς- Αινιάνες-Θεσσαλούς εναντίον των Σπαρτιατών που κατείχαν την Ηράκλεια της Τραχίνας άλλοτε με τους Θεσσαλούς εναντίον των Αθηναίων στο Λαμιακό πόλεμο, άλλοτε να είναι αντιμέτωποι των Θεσσαλών και να υποδουλώνουν για λίγο βέβαια απ τους Φερέους και άλλοτε να συμμαχούν με τους Αιτολείς.
Κι όλα αυτά, ουσιαστικά τα παράδοξα όπως φαίνονται , είχαν δυο κοινές ρίζες :
Πρώτα την αγάπη, ενδιαφέρον και προσπάθεια που έδειχναν οι Δόλοπες για τούτη την γη άγονη και φτωχή γη τους , να την κρατήσουν ελεύθερη και ανεξάρτητη και δεύτερον την απόλυτη αποδοχή, εξάρτηση και αφοσίωσή τους στο Αμφικτιονικό Πνεύμα.
Γιατί οι ολιγάριθμοι Δόλοπες υπήρξαν από τα πρώτα ελληνικά φύλα που δέχτηκαν δίδαξαν και εφάρμοσαν ένα εξαιρετικό και ιδιαίτερο δημοκρατικό Πνεύμα, σε μια περιοχή που κυριαρχούσε η μοναρχία , τυραννία και η περιφρόνηση προς τον άνθρωπο.
Οι Δολοπες, όπως και στο Πάριο μάρμαρο καταγράφεται από το 1522 πχ ακόμη, υπήρξαν απ τα ιδρυτικά μέλη της Πυλαϊκης Αμφικτιονίας, που είχε έδρα της το Ναό της Πυλαίας Δήμητρας παρά την αρχαία Ανθήλη , στην οποία η θέση , η γνώμη και η άποψη τους ¨έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης και προσοχής , Και αυτή η ασταμάτητη και διαρκής συνακολουθία τους Αμφικτιονικό Πνεύμα είναι καθοριστικότατο δείγμα Φιλελεύθερης και γνήσια και απόλυτα σωστής δημοκρατικής νοοτροπίας και πιστεύω των Δολόπων, με την κατάδειξη και ενός επί πλέον χαρακτηριστικού που είχαν και τα άλλα Αμφικτιονικά φύλα:
Το κατακάθαρο πειθαρχημένο φιλελεύθερο, ομαδικό και ανεξάρτητο στοιχείο, με την επίδραση του οποίου δεν παρατηρήθηκαν να ξεχωρίζουν προσωπικότητες αρχηγών η ηγητόρων.
Και απλό δείγμα του υπήρξε και το ότι η αρχηγία διεξαγωγής κάθε Αμφικτιονικού Συνεδρίου μεταβιβαζόταν κάθε φορά και σε άλλο Κράτος Μέλος του, τηρούμενης έτσι της αρχής του ιδρυτού του Αμφικτύονα και του καθιερωτή τους Ηρακλή.
Συμπληρωματικά ας αναφερθεί και ότι το σύνολο των Αμφικτυόνων χωριζόταν σε τρεις ομάδες, στη δεύτερη των οποίων την κεντρική συμμετείχαν και οι Δόλοπες, την αποτελούσαν τα περί την Οίτη γηγενή φύλα , δηλαδή οι Μαλιείς , οι Λοκροί, οι Οιταίοι, οι Αινιάνες και οι Δόλοπες. Όχι, Δεν υπήρξανε άγνωστοι οι Δόλοπες.
Αρκεί να λάβουμε υπόψη μας ότι σε κάθε Πυλαϊκό Αμφικτιονικό Συνέδριο στο οποίο η ύπαρξη και παρουσία εκπροσώπων των Δολόπων ήταν διαρκής, αδιάλειπτη και καθαριστική.
Σκοπός , φροντίδα και Επιδίωξη του συνεδρίου ήταν όλα εκείνα που σήμερα η πολιτισμένη Ευρωπαϊκή Ένωση περιλαμβάνει καταλεπτώς στα Άρθρα του Συντάγματος λειτουργίας της κατ αντιγραφή όλων εκείνων που πρωτοδιδάχτηκαν και πρωτοεφαρμόστηκαν, με το Αμφικτιονικό Πνεύμα εδώ, πριν από τρεις χιλιάδες οχτατακόσια χρόνια.
Όλα αυτά, όπως προαναφέρθηκε, συνθέτουν με τα στοιχεία τους τα πάζλ της ξεχωριστής νοοτροπίας, των αρχών, της συμπεριφοράς και της ύπαρξης των Δολόπων , του φαινομενικά μεν άγνωστου , αλλά ουσιαστικά γνωστού και υπαρκτού αυτό ελληνικού φύλου.
Κι αν ο σπόρος που έριξαν μπορεί να μην έφερε κάποτε καρπό, φαίνεται εντούτοις ότι δεν χάθηκε, δεν εξαφανίστηκε.
Μπορεί οι Δόλοπες μετά την επιδρομή των Ρωμαίων και αργότερα των Γαλατών, να φαίνεται ότι χάθηκαν ως ιδιαίτερο φύλο, ολιγάριθμοι καθώς ήτανε ,αφού αναμίχθηκαν με συγγενικά- γειτονικά φύλα , η ιδέα όμως το Πνεύμα τους ο Σπόρος τους δεν χάθηκαν. Με τις παραδόσεις ζωντανά , με τα ήθη και έθιμα.
Με τις μυθολογημένες πια διηγήσεις του παππού και της γιαγιάς, από γενιά σε γενιά , πέρασαν και περνούν στους γνήσιους απογόνους τους ατόφιες αναλλοίωτες, καθοριστικές. Και βλέπουμε να συνεχίζει και αμετακίνητα να παραμένει στη γη των προγόνων τους το πνεύμα των Δολόπων, αν ξεπετιέται εκεί που δεν αναμένεται , και να κάνει αισθητά, τα χαρακτηριστικά την παρουσία του, όταν και όπου χρειάζεται και πρέπει. Γι αυτό, και δεν θεωρείται τυχαία, σχεδόν από το τίποτα ουσιαστικά και με το τίποτα , μια απλή ιδέα-πρόταση, που έχει όμως μέσα της άσβεστη τη φλόγα της πίστης να παραμένει, αποτέλεσε το ένευσμα που κυριολεκτικά ξανά αδέλφωσε τ ανάδελφα τ αδέλφια και φώτισε .¨
Ευθύμιος Χριστόπουλος
Δάσκαλος Ιστόρικος
ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΟΣΑ ΑΦΗΣΕ ΠΙΣΩ ΜΕ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΜΑΣ
*ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
του Ευθύμιου Χριστόπουλου, εκπ/κού-δημοσιογράφου)
Το καλοκαίρι του 1947 ως μαθητής της Β' τάξης της Εκκλησιαστικής Σχολής Λαμίας, δέχτηκα την παρακίνηση του αείμνηστου Διευθυντού της Δημητρίου Κρικέλα να συγκεντρώσω πληροφορίες από γέρους Λαμιώτες που τις είχαν από τους πατεράδες τους, για ποιο ήταν το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου.
Ταξινομώντας αυτές που συγκέντρωσα, είδα ότι τέσσερες ήταν ακριβώς ίδιες, αν και προέρχονταν από γερόντια που ζούσαν σε διαφορετικά σημεία της Λαμίας ο καθένας και μάλιστα ένας παππούς ήταν απ' τη Ροδίτσα. Διασταυρώνοντας τες αργότερα, με όσα διάβαζα άλλα, καταλάβαινα ότι αυτές που είχα ήταν ασφαλώς οι σωστές.
Το κύριο σημείο τους και κοινό, ήταν ότι τρεις Έλληνες, όταν έπιασαν το Διάκο και τον έφεραν στη Λαμία, τον έκλεισαν σ' ένα παλιό κι εγκαταλειμμένο χάνι, εκεί που σήμερα έχει οικοδομηθεί το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας στην οδό Καλύβα - Μπακογιάννη. Αυτοί οι τρεις είχαν περάσει πίσω - δυτικά - στο χάνι και από δύο μισοχαλασμένα παραθυράκια είχαν παρακολουθήσει όλη τη νύχτα όλα όσα έγιναν μέσα στο χάνι, τα οποία και αναφέρω στη συνέχεια.:
Μετά τη σύλληψη του Διάκου στα ποριά Δαμάστας, τον έφεραν με συνοδεία ποινών και τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας από τη νότια της είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξεκομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφανοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα - πάλι καλά! - έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο.
Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ' ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρίου του.
Εκτός από δύο - τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι - όχι όλοι - έμειναν απ' έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να ιδούν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πονάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.
Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν. Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι. Απ' ότι όμως είχαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγχο αν είχαν δέσει καλά το Διάκο. Τόσο πολύ φάνηκε ότι, κι ακόμα δεμένον, τον φοβόταν.
Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται.
Όταν ο Χαλήλ Μπέης σιγουρεύτηκε - το είδαν καθαρά αυτό - ότι δεν υπήρχε φόβος διαφυγής, άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή τον είδαν να χτυπάει στο πρόσωπο το Διάκο.
Τον διακόπτει όμως ο άλλος, ο Βρυώνης, που πλησιάζει το Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει. Δεν ακούνε όμως. Απ' ότι βλέπουν όμως, καταλαβαίνουν ότι κάτι τον ρωτάει, γιατί βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.
Και ενώ τον βλέπουν να συνεχίζει ήρεμα, σε μια στιγμή εξαγριώνεται, φωνάζει και χειρονομεί. Ατάραχος ο Διάκος τον αντιμετωπίζει και κάτι που του λέει, βλέπουν το Βρυώνη οργισμένο να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στο δήμιό του.
Απ' τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς - έτσι τουλάχιστον δείχνει - και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις, κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στο Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποιημένος.
Ο Διάκος - και οι άλλοι τρεις απ' έξω - μέσα στο μισοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ' ένα γκιούμι.
Στη συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν το Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ' ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.
Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολμήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν το Διάκο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επίμονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτερά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στη συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο.
Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στη μύτη και των τριών απ' έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα.
Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ' το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!... Τινάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κόψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.
Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πόδια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την πουκαμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό Λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μιλάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι' αυτό συνεχίζουν!...
Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνεται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργίζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του.
Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δείχνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέπουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημιουργούνταν στο δέρμα απ' το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.
Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πετυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.
Το Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.
Τότε και οι τρεις παρατηρητές, απ' έξω, για να μη γίνουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνόμενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι.
Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διάκο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει.
Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντας τον, δεν τον αναγνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι το κακοποιημένα ρούχα του.
Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στη Δημοτική Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών.
Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανατολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικότερα ετοίμαζαν το στήσιμο της... ψησταριάς!
Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν φάνηκε να συμμετείχε στην επανάσταση!
Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξεχωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μόνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!
Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γίνει!
Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σουβλίζει.
Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο.
Δένοντας το Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώνει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξεκινώντας απ' τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρμα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ' το δεξιό του το αυτί.
Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός.
Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ' ένα δέντρο.
Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες.
Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκεται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνεται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.
Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει συτό και αφρίζει απ' το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!
Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μένει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποίητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νεκρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στάβλους, τους οποίους διατηρούσαν από τη βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο. Τη διαβεβαίωση αυτή είχα απ' όλα σχεδόν τα γερόντια που ρώτησα το 1947, τότε που φαίνονταν ακόμα οι κρίκοι στο βόρειο τοίχο της θερινής «ΤΙΤΑΝΙΑΣ».
Εκεί λοιπόν, βορειοανατολικά της σκάλας που κατεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχεδόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σήμερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο.
Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θάψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.
Ο παππούς μου που είχε στήσει την παράγκα - πρώτο μαγαζί του πριν λίγο καιρό, απέναντι δυτικά, όπου μετά χτίστηκε η αποθήκη των αδελφών Κονταξή, είδε στρατιώτες να ανοίγουν μικρούς λάκκους ανατολικά του, ψάχνοντας. Όταν ρώτησε τι ζητάνε, του είπαν ότι ψάχνουν τον τάφο του Διάκου. Την πληροφορία αυτή είχα από τον πατέρα μου, όπως την είχε ακούσει από τον παππού μου. Σε ένα σημείο, βρήκαν ένα σωρό - σκελετό ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Το συγκέντρωσαν, το καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.
Τέλος, στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διάκο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυπτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α' και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρατιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.
Πηγή: «Λαμιακή Φωνή»
Το καλοκαίρι του 1947 ως μαθητής της Β' τάξης της Εκκλησιαστικής Σχολής Λαμίας, δέχτηκα την παρακίνηση του αείμνηστου Διευθυντού της Δημητρίου Κρικέλα να συγκεντρώσω πληροφορίες από γέρους Λαμιώτες που τις είχαν από τους πατεράδες τους, για ποιο ήταν το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου.
Ταξινομώντας αυτές που συγκέντρωσα, είδα ότι τέσσερες ήταν ακριβώς ίδιες, αν και προέρχονταν από γερόντια που ζούσαν σε διαφορετικά σημεία της Λαμίας ο καθένας και μάλιστα ένας παππούς ήταν απ' τη Ροδίτσα. Διασταυρώνοντας τες αργότερα, με όσα διάβαζα άλλα, καταλάβαινα ότι αυτές που είχα ήταν ασφαλώς οι σωστές.
Το κύριο σημείο τους και κοινό, ήταν ότι τρεις Έλληνες, όταν έπιασαν το Διάκο και τον έφεραν στη Λαμία, τον έκλεισαν σ' ένα παλιό κι εγκαταλειμμένο χάνι, εκεί που σήμερα έχει οικοδομηθεί το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας στην οδό Καλύβα - Μπακογιάννη. Αυτοί οι τρεις είχαν περάσει πίσω - δυτικά - στο χάνι και από δύο μισοχαλασμένα παραθυράκια είχαν παρακολουθήσει όλη τη νύχτα όλα όσα έγιναν μέσα στο χάνι, τα οποία και αναφέρω στη συνέχεια.:
Μετά τη σύλληψη του Διάκου στα ποριά Δαμάστας, τον έφεραν με συνοδεία ποινών και τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας από τη νότια της είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξεκομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφανοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα - πάλι καλά! - έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο.
Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ' ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρίου του.
Εκτός από δύο - τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι - όχι όλοι - έμειναν απ' έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να ιδούν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πονάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.
Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν. Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι. Απ' ότι όμως είχαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγχο αν είχαν δέσει καλά το Διάκο. Τόσο πολύ φάνηκε ότι, κι ακόμα δεμένον, τον φοβόταν.
Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται.
Όταν ο Χαλήλ Μπέης σιγουρεύτηκε - το είδαν καθαρά αυτό - ότι δεν υπήρχε φόβος διαφυγής, άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή τον είδαν να χτυπάει στο πρόσωπο το Διάκο.
Τον διακόπτει όμως ο άλλος, ο Βρυώνης, που πλησιάζει το Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει. Δεν ακούνε όμως. Απ' ότι βλέπουν όμως, καταλαβαίνουν ότι κάτι τον ρωτάει, γιατί βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.
Και ενώ τον βλέπουν να συνεχίζει ήρεμα, σε μια στιγμή εξαγριώνεται, φωνάζει και χειρονομεί. Ατάραχος ο Διάκος τον αντιμετωπίζει και κάτι που του λέει, βλέπουν το Βρυώνη οργισμένο να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στο δήμιό του.
Απ' τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς - έτσι τουλάχιστον δείχνει - και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις, κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στο Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποιημένος.
Ο Διάκος - και οι άλλοι τρεις απ' έξω - μέσα στο μισοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ' ένα γκιούμι.
Στη συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν το Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ' ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.
Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολμήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν το Διάκο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επίμονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτερά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στη συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο.
Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στη μύτη και των τριών απ' έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα.
Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ' το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!... Τινάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κόψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.
Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πόδια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την πουκαμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό Λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μιλάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι' αυτό συνεχίζουν!...
Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνεται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργίζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του.
Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δείχνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέπουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημιουργούνταν στο δέρμα απ' το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.
Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πετυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.
Το Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.
Τότε και οι τρεις παρατηρητές, απ' έξω, για να μη γίνουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνόμενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι.
Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διάκο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει.
Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντας τον, δεν τον αναγνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι το κακοποιημένα ρούχα του.
Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στη Δημοτική Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών.
Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανατολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικότερα ετοίμαζαν το στήσιμο της... ψησταριάς!
Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν φάνηκε να συμμετείχε στην επανάσταση!
Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξεχωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μόνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!
Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γίνει!
Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σουβλίζει.
Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο.
Δένοντας το Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώνει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξεκινώντας απ' τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρμα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ' το δεξιό του το αυτί.
Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός.
Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ' ένα δέντρο.
Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες.
Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκεται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνεται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.
Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει συτό και αφρίζει απ' το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!
Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μένει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποίητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νεκρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στάβλους, τους οποίους διατηρούσαν από τη βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο. Τη διαβεβαίωση αυτή είχα απ' όλα σχεδόν τα γερόντια που ρώτησα το 1947, τότε που φαίνονταν ακόμα οι κρίκοι στο βόρειο τοίχο της θερινής «ΤΙΤΑΝΙΑΣ».
Εκεί λοιπόν, βορειοανατολικά της σκάλας που κατεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχεδόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σήμερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο.
Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θάψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.
Ο παππούς μου που είχε στήσει την παράγκα - πρώτο μαγαζί του πριν λίγο καιρό, απέναντι δυτικά, όπου μετά χτίστηκε η αποθήκη των αδελφών Κονταξή, είδε στρατιώτες να ανοίγουν μικρούς λάκκους ανατολικά του, ψάχνοντας. Όταν ρώτησε τι ζητάνε, του είπαν ότι ψάχνουν τον τάφο του Διάκου. Την πληροφορία αυτή είχα από τον πατέρα μου, όπως την είχε ακούσει από τον παππού μου. Σε ένα σημείο, βρήκαν ένα σωρό - σκελετό ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Το συγκέντρωσαν, το καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.
Τέλος, στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διάκο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυπτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α' και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρατιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.
Πηγή: «Λαμιακή Φωνή»
*ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΑ ΤΗΣ ΛΑΜΙΑΣ
ΙΩΣΗΦ ΜΠΛΕΧΙΓΚΕΡ ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟΝ ΗΛΙΑ ΚΟΚΙΝΝΟ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΠΟΜΠΗ " ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ " ..
με τους ΚΩΣΤΑ ΛΙΑΣΚΑ, ΕΥΘΥΜΙΟ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΝΙΚΟ ΣΑΜΟΥΡΚΑ στο ΡΑΔΙΟ ΡΟΥΜΕΛΗ NEWS.
Αφιερωμένη στον ήρωα της Λαμίας ΗΛΙΑ ΚΟΚΚΙΝΟ (JOSEF H.
BLECHINGER)
Αγαπητοί πατριώτες Λαμιώτες...θα σας μιλήσω με λίγα λόγια για τη δράση μου κατά την απελευθέρωση της Πόλης, από τα γερμανικά στρατεύματα.
Όπως γνωρίζετε πριν εγκαταλείψουν την Πόλη οι Γερμανοί, την είχαν ζώσει με ηλεκτρικά καλώδια, ώστε με μια σπίθα θα ανατιναζότανε στον αέρα. Εγώ τότε υπηρετούσα ως αξιωματικός από την Αυστρία στο γερμανικό στρατό και έμαθα την ενέργεια αυτή που ήθελαν να κάνουν οι Γερμανοί.
Τότε έκανα ό,τι έπρεπε να κάνει ένας Πατριώτης. Ένιωθα Έλληνας και έγινα Έλληνας, κάνοντας σαμποτάζ στους Γερμανούς.
Ήταν νύχτα 17 προς 18 Οκτωβρίου 1944. Με κίνδυνο της ζωής μου και με την αγάπη που είχα για τους Λαμιώτες, έκοψα τα καλώδια και έτσι σώθηκε η Πόλη από την μεγάλη καταστροφή που θα είχε πάθει.
Μετά από όλα αυτά, πήγα μαζί με τον αξιωματικό της οργάνωσης, που τον λέγανε Νίκο στη Ροδίτσα. Από Ροδίτσα, περάσαμε στη Μαυρομανδήλα. Από εκεί με πήρε ο ψαράς Ζαχαρίας στην Αγία Μαρίνα. Εκεί έμεινα αρκετό καιρό, πάνω από ένα μήνα στο σπίτι της οικογένειας Κουλακιώτη.
Μετά γύρισα εδώ στη Λαμία και μένω εδώ συνέχεια, τώρα και 50 χρόνια. Εδώ παντρεύτηκα το 1945, Ελληνίδα γυναίκα και αποκτήσαμε ένα γιο, το Νίκο, που σήμερα είναι οδοντοτεχνίτης και τώρα έχει κόρη οδοντίατρο.
Η γυναίκα εν τω μεταξύ, πέθανε. Το έτος 1979, μου απενεμήθη τιμητικό δίπλωμα και μετάλλιο από το Δήμο Λαμιέων για την ηρωική μου πράξη. Αυτά τα λίγα.... και εύχομαι ποτέ να μη γίνει Πόλεμος.
Με αγάπη, Ηλίας Κόκκινος
Ζωγράφος - Αγιογράφος
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΠΟΜΠΗ " ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ " με τους ΚΩΣΤΑ ΛΙΑΣΚΑ, ΕΥΘΥΜΙΟ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΝΙΚΟ ΣΑΜΟΥΡΚΑ στο ΡΑΔΙΟ ΡΟΥΜΕΛΗ NEWS.
Σαν σήμερα πριν από 69 χρόνια, στις 18 του Οκτώβρη, ανήμερα του Αγίου Λουκά, ήρθε το ξημέρωμα μετά από μια μακριά νύχτα καταχνιάς, που κράτησε 4 ολόκληρα χρόνια.
Αγαπητοί πατριώτες Λαμιώτες...θα σας μιλήσω με λίγα λόγια για τη δράση μου κατά την απελευθέρωση της Πόλης, από τα γερμανικά στρατεύματα.
Όπως γνωρίζετε πριν εγκαταλείψουν την Πόλη οι Γερμανοί, την είχαν ζώσει με ηλεκτρικά καλώδια, ώστε με μια σπίθα θα ανατιναζότανε στον αέρα. Εγώ τότε υπηρετούσα ως αξιωματικός από την Αυστρία στο γερμανικό στρατό και έμαθα την ενέργεια αυτή που ήθελαν να κάνουν οι Γερμανοί.
Τότε έκανα ό,τι έπρεπε να κάνει ένας Πατριώτης. Ένιωθα Έλληνας και έγινα Έλληνας, κάνοντας σαμποτάζ στους Γερμανούς.
Ήταν νύχτα 17 προς 18 Οκτωβρίου 1944. Με κίνδυνο της ζωής μου και με την αγάπη που είχα για τους Λαμιώτες, έκοψα τα καλώδια και έτσι σώθηκε η Πόλη από την μεγάλη καταστροφή που θα είχε πάθει.
Μετά από όλα αυτά, πήγα μαζί με τον αξιωματικό της οργάνωσης, που τον λέγανε Νίκο στη Ροδίτσα. Από Ροδίτσα, περάσαμε στη Μαυρομανδήλα. Από εκεί με πήρε ο ψαράς Ζαχαρίας στην Αγία Μαρίνα. Εκεί έμεινα αρκετό καιρό, πάνω από ένα μήνα στο σπίτι της οικογένειας Κουλακιώτη.
Μετά γύρισα εδώ στη Λαμία και μένω εδώ συνέχεια, τώρα και 50 χρόνια. Εδώ παντρεύτηκα το 1945, Ελληνίδα γυναίκα και αποκτήσαμε ένα γιο, το Νίκο, που σήμερα είναι οδοντοτεχνίτης και τώρα έχει κόρη οδοντίατρο.
Η γυναίκα εν τω μεταξύ, πέθανε. Το έτος 1979, μου απενεμήθη τιμητικό δίπλωμα και μετάλλιο από το Δήμο Λαμιέων για την ηρωική μου πράξη. Αυτά τα λίγα.... και εύχομαι ποτέ να μη γίνει Πόλεμος.
Με αγάπη, Ηλίας Κόκκινος
Ζωγράφος - Αγιογράφος
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΠΟΜΠΗ " ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ " με τους ΚΩΣΤΑ ΛΙΑΣΚΑ, ΕΥΘΥΜΙΟ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΝΙΚΟ ΣΑΜΟΥΡΚΑ στο ΡΑΔΙΟ ΡΟΥΜΕΛΗ NEWS.
Σαν σήμερα πριν από 69 χρόνια, στις 18 του Οκτώβρη, ανήμερα του Αγίου Λουκά, ήρθε το ξημέρωμα μετά από μια μακριά νύχτα καταχνιάς, που κράτησε 4 ολόκληρα χρόνια.
Η Λαμία, η πρωτεύουσα της Ρούμελης, απελευθερώθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής.
Μια μέρα χαράς και αισιοδοξίας, που παραλίγο να βαφτεί στο αίμα.
Η
πόλη σώθηκε μόνο χάρη στον ηρωισμό δύο ανθρώπων , που με την βοήθεια
αντιστασιακών, δεν άφησαν τα βαγόνια με τα πυρομαχικά να ανατιναχτούν
μαζί με τις αποθήκες, στο στρατόπεδο Τσαλτάκη.
Η απελευθέρωση της πόλης μας ήταν αναίμακτη χάρη σε δύο σπουδαίους ανθρώπους-στρατιώτες, τον Αυστριακό Ιωσήφ Μπλέχιγκερ (Ηλία Κόκκινο) και τον Ιταλό
Κώστα Ντεσιμόνε
.
Οι συγκεκριμένοι ήρωες βλέποντας την αδικία και τη βαρβαρότητα των
κατακτητών, αψήφησαν τον κίνδυνο και όχι μόνο αποκάλυψαν αλλά και
εμπόδισαν τα σχέδια των Γερμανών.
Τα ξημερώματα της 18ης Οκτωβρίου 1944 ο Άγιος Λουκάς φώτισε τους
δύο αυτούς, μάλιστα ξένους στην εθνικότητα, άντρες να επιδείξουν
ανδρεία ανεπανάληπτη και προστάτευσε την πόλη μας από μία μεγάλη
καταστροφή.
Αυτές τις αξίες και τα ιδανικά, της γενναιότητας, της
αντίστασης σε κάθε μορφής ιμπεριαλισμό, της αδόλευτης φιλοπατρίας, της
εθνικής αυτοδιάθεσης, της Ορθόδοξης πίστης, καλούμαστε να εμφωλεύσουμε στις ψυχές μας με φωτοδότη τον προστάτη μας, τον Άγιο Λουκά.
Έτσι, μόνο μπορεί να αντιταχθούμε στη σημερινή λαίλαπα της κοινωνικής
και οικονομικής καταρράκωσης, που με μεγάλη «επιτυχία» μας έχουν
οδηγήσει οι σκαπανείς της μνημονιακής πολιτικής.
Σημείωση: Τα αναφερόμενα εδώ, αποτελούν τμήμα εργασίας του Ευθύμιου Χριστόπουλου «Οι μήνες στην Αρχαία Λαμίας.
Το Ημερολόγιο & οι Μεταμφιέσεις
στην Αρχαία Λαμία
(του Ευθύμιου Χριστόπουλου,
εκπ/κού-δημοσιογράφου)
Όπως
αποδεικνύεται σήμερα, οι
χρονικές περίοδοι του
έτους δεν
είχαν ουσιώδεις διαφορές από
τις σημερινές, αφού
αυτές σήμερα είναι μια
συνέχεια εκείνων, με
διαφορά τις
ξεχωριστές ονομασίες. Και όπως καταδείχνεται σήμερα, ανάμεσα σε δέκα επτά διάφορα ελληνικά ημερολόγια τότε, της Λαμίας θεωρείτο το τελειότερο.
Ήταν χωρισμένο σε
δώδεκα περιόδους (μήνες) που οι έξ απ' αυτές αριθμούσαν τριάντα ημέρες, οι δε άλλες τριανταμία, δηλαδή σύνολο τριακόσιες εξήντα εξ ημέρες, με τη διαφορά ότι ανά μήνα ήταν εναλλάξ ο αριθμός των ημερών, τηλ. 30-31-30-21 κ.λ.π.
Τη σημερινή περίοδο των
δύο μηνών, δηλ.
Φεβρουαρίου - Μαρτίου, (υπολογιζόταν από τα μέσα Φεβρουαρίου μέχρι το μέσα Απριλίου), δεδομένου ότι η αρχή του μετρήματος άρχιζε από την εαρινή ισημερία (21 Μαρτίου) και την περίοδο αυτή αποκαλούσαν Γεύστο, ήταν η σπουδαιότερη, γιατί σηματοδοτούσε την ένωση της ζωής που χάνεται, με τη ζωή που έρχεται.
Ήταν το ξεκίνημα της αναγέννησης της φύσης, που επιδρά και
καταλυτικό μάλιστα και
στον άνθρωπο, στον οποίο φέρνει το κέφι, τη χαρά, αποδιώχνοντας τη συννεφιά, τη σκοτούρα, την κλεισούρα του χειμώνα και επαναφέροντας το χαμόγελο, τη χαρά της ζωής.
Γι' αυτό, στο διάστημα αυτό σε όλη την Ελλάδα, γιόρταζαν τα Ανθεστήρια, με παρεμφερείς σχεδόν εκδηλώσεις ανά περιοχή.
Στην περιοχή της Λαμίας τις εορταστικές εκδηλώσεις οπό παλαιά είχε καθιερώσει ο Αμφικτύονας που τον θεωρούσαν ως
αναμορφωτή της
Λαμίας και ιδρυτή των πρώτων Αμφικτιονιών, με κέντρο το Ναό της Πυλαίας Δήμητρας στις θερμές Πύλες πλάι στην αρχαία Ανθήλη.
Από την προηγούμενη περίοδο που καλούσαν θριξάλλιο, παρακινημένοι από
την αλλαγή της φύσης, είχαν αρχίσει και τις μεταμφιέσεις από τις Αλκυονίδες ημέρες, που χαρακτηριστικό ήταν μια βαθιά θερμή ανάσα μέσα στην καρδιά του χειμώνα - έστω και περίπου δέκα τέσσερες ημέρες - προειδοποίηση της αλλαγής του καιρού που ερχόταν την οποίο οι Λαμιείς τη δεχόταν με μεγάλη ικανοποίηση και την απολάμβαναν με κοινά συμπόσια και δείπνα, απ' όπου ξεπηδούσαν και χαρούμενες εκδηλώσεις και με μεταμφιέσεις.
Την είχαν αφιερωμένη στο Διόνυσο με ιδιαίτερες πομπές, οι οποίες ξεκινούσαν από την περιοχή της αρχαίας παλαίστρας (στην οδό Θερμοπυλών), τα κυριότερα τμήματα της οποίας αποκαλύφθηκαν το 1995, καταδείχνοντας ότι είχε καταστραφεί από σεισμό.
Από την ενδέκατη μέχρι και τη δέκατη τρίτη ημέρα του Γεύστου που αποκαλούσαν και Ημέρα του Αγαθοδαίμονα, αρχέγονο πνεύμα της γονιμότητας ή της υγρής ευφορίας που βοηθούσε τους ανθρώπους στο δημιουργικό τους έργο (πνευματική αρχή), άνοιγαν επίσημα τους πίθους (βαρέλια) με τα καινούρια κρασιά.
Το άνοιγμα των πίθων που αποκολούνταν Πιθοίγια, γινόταν με καθολική συμμετοχή αστών και αγροτών, πολιτών και δούλων, συνοδευόταν συμβολικά από στεφάνωμα με άνθη στα κεφάλια των παιδιών που είχαν γεννηθεί την προηγούμενη χρονιά, με την έννοια ότι, οι πεθαμένοι πρόγονοι ξαναγύριζαν με την επιστροφή των λουλουδιών και ότι χο νέο παιδί (αρσενικό) έπαιρνε τη θέση του πεθαμένου προγόνου.
Η δωδέκατη ημέρα αποκαλούνταν Χόες (κύπελλα) η οποία χαρακτηριζόταν από πολυποσία οίνου από τους συνδαιτυμόνες, οι οποίοι με τη σειρά τους ήταν στεφανωμένοι με άνθη και σερβιρίζονταν με γλυκίσματα που αποκαλούσαν φαινόδημοι.
Μετά την οινοποσία ακολουθούσαν αστεία πειράγματα που λέγονταν σκώμματα και ασκολιασμοί (παιγνίδια με κουτσό ή πηδήματα σε ασκούς).
Την ημέρα αυτή την αποκαλούσαν αποφράδα γιατί έβγαιναν οι νεκροί από τους τάφους και ο λαός κατέφευγε σε αποτροπιαστικές πράξεις.
Η δέκατη τρίτη ημέρα αποκαλούνταν Χύτροι και ήταν επιμνημόσυνη των νεκρών (σαν ψυχοσάββατο) και μοιράζανε βρασμένα πολυσπόριο (κόλυβσ) με μαγειρευμένα χορταρικά - λαχανικά και πρόσφεραν
λουλούδια
Τις απογευματινές ώρες διεξάγονταν αθλητικοί αγώνες στην περιοχή της παλαίστρας που λέγονταν χύτρινοι και μετά το τέλος τους όλοι νικητές, νικημένοι και θεατές, μεταμφιέζονταν, φορώντας μάσκες προσωπείο θεών, κρατώντας σχετικά σύμβολα, ανάλογα με τη μεταμφίεση καθενός.
Ο νικητής του σπουδαιότερου αγώνα φορούσε προσωπείο του Απόλλωνα και ηγούνταν πομπής που ανέβαινε στο κέντρο της πόλης (περιοχή οδού Αινιάνων όπου σήμερα η Δημοτική Πινακοθήκη Αλέκος Κοντόπουλος) όπου γινόταν και η απονομή των βραβείων.
Τα βραβεία επέδιδε ο Πρώτος Άρχων (η Λαμία είχε τρεις Άρχοντες), με τη συνοδεία εορταστικών ύμνων και χορών.
Στο τέλος της ημέρας γινόταν η επάνοδος των ψυχών στον Άδη και ακολουθούσε εξορκισμός αρνητικών ψυχικών οντοτήτων.
Η επόμενη περίοδος ήταν περίοδος των μεγάλων θυσιών κατά την οποία στους βωμούς θυσίαζαν κυρίως μικρά σχετικά αρνιά και κατσίκια που συνόδευαν με εορταστικές εκδηλώσεις, όπου υπήρχαν Ναοί αφιερωμένοι σε θεούς, και κατέληγαν αυτές σε πομπές με τέρμα ή και αφετηρία, σε κάποιες περιπτώσεις ανάλογα, στην Κεντρική Αγορά της Λαμίας (περιοχή Αινιάνων).
Όπως καταδείχνεται, την περίοδο αυτή (σημερινής Αποκριάς) στην αρχαία Λαμία τελούνταν μεταμφιέσεις και
άρα δεν
μας ήρθαν απ'
έξω...
Με τα σημερινό τελούμενα είναι συμπτώσεις, ομοιώσεις ή συνέχεια τελέσεως πατροπαράδοτων ηθών και εθίμων;!...
Ονομασία τους, αφιερώσεις σε θεούς, εορταστικές - Πολιτιστικές Εκδηλώσεις» που ανακοινώθηκε στο 2ο Συνέδριο Φθιωτικής Ιστορίας το οποίο πραγματοποιήθηκε 20-21 Σεπτεμβρίου 2003 και περιέχετε αναλυτικά
στα
Πρακτικό
του
Συνεδρίου
σελ.
217-226.