Γεννήθηκε το 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια
Μυλοποτάμου Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς
λυράρηδες....
Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί
έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους
κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου
παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης
γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και ο
Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης) .
Η λύρα
Σε νεαρή ακόμα ηλικία με τη βοήθεια του δασκάλου του
κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα
άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει
στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο "Κάστρο".
Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη "μόδα" της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές
Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη "μόδα" της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές
Επιστροφή στην Κρήτη
Επιγραφή στη οικία του Νίκου Ξυλούρη.
Γνώρισε την Ουρανία Μελαμπιανάκη, στις 21 Μαΐου του
1958 παντρεύτηκαν και τον ίδιο Σεπτέμβρη μετακόμισαν στο Ηράκλειο Κρήτης.
Σιγά σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να
οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός
και το Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο "Μια μαυροφόρα
που περνά".
Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών.
Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης τη κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι.
Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο "Ερωτόκριτος" και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.
Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών.
Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης τη κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι.
Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο "Ερωτόκριτος" και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.
Η αναγνώριση του στην Αθήνα
Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο
"Ανυφαντού" και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε
Αθηναϊκό μουσικό κέντρο.
Οι καταστάσεις όμως πλέον είχαν ωριμάσει και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα.
Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο "Χρονικό" και τα "Ριζίτικα". Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.
Οι καταστάσεις όμως πλέον είχαν ωριμάσει και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα.
Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο "Χρονικό" και τα "Ριζίτικα". Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.
Για το ποιος «ανακάλυψε» το Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα
της συζύγου του κ. Ουρανίας Ξυλούρη όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα
των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες» είναι διαφορετική από αυτήν που
συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη, ότι τον ανακάλυψε ο
Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος.
Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια και έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο ο οποίος ήταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού Λυράρη.
Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού»
Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια και έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο ο οποίος ήταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού Λυράρη.
Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού»
Τα χρόνια της δικτατορίας
Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με το Γιάννη
Μαρκόπουλο στη μπουάτ "Λήδρα" και η φωνή του έγινε σύμβολο της
αντίστασης. Συνεργάστηκε στενά, εκείνα τα χρόνια, με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό
Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα.
Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Το
μεγάλο μας τσίρκο» με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και τη Τζένη Καρέζη στο
θέατρο "Αθήναιον"
Το τέλος
Η οικία του Νίκου Ξυλούρη στα Ανώγεια της Κρήτης.
Ο Νίκος Ξυλούρης στην ακμή της καριέρας του
αντιλήφθηκε ότι έχει καρκίνο. Μετά από μεγάλο αγώνα, πολλαπλές εγχειρήσεις και
αρκετή ταλαιπωρία έχασε τη μάχη στο Νοσοκομείο Πειραιώς στις 8 Φεβρουαρίου 1980
σε ηλικία μόλις 43 χρονών. Με τη φωνή και το ήθος του σημάδεψε τα χρόνια της
χούντας, την αντίσταση σε αυτήν, αλλά και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Όπως ο ίδιος έλεγε μετά τη μεταπολίτευση, αναφερόμενος στους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας "εγώ τους ίδιους ανθρώπους έβλεπα να κανονίζουν επί χούντας, τους ίδιους βλέπω και τώρα".
Όπως ο ίδιος έλεγε μετά τη μεταπολίτευση, αναφερόμενος στους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας "εγώ τους ίδιους ανθρώπους έβλεπα να κανονίζουν επί χούντας, τους ίδιους βλέπω και τώρα".
Στίχοι: Ρήγας Φερραίος
Ως πότε παλληκάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ’ ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθείς
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθείς.
Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδείς.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά αφορμή.
Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Οι νόμοι να ’ ν ’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, είν’ πιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσο ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να `ναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να `μαι, υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο ουρανός,
και να με κατακόψει, να γένω σαν καπνός.
Σ’ ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να `χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστην του καθ’ ένας, ελεύθερος να ζει,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ’ αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθεί.
Όσοι απ’ την τυραννίαν, πήγαν στην ξενιτιά
στον τόπον του καθ’ ένας, ας έλθει τώρα πια.
Και όσοι του πολέμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.
Η Ρούμελη τους κράζει, μ’ αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ’ οφικιάλιος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένεις στύλος, δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθεί
ή να κρεμάσει φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πια εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κι εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε στες σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σαν θεριά.
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ’ ένας ας φανεί,
Το αίμα σας ας βράσει, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντρειωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννεί.
Μην καρτερείτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθείτε στο μπογάζι, μ’ εμάς και σεις μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθείτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός είν’ της πατρίδος, ν’ ακούστε την λαλιά.
Κι όσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γενείτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθείτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι στέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλεις να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματα σου στείλε, κι εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πια μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσεις, έχεις την αφορμήν.
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανείς.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να σηκωθείς,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθείς.
Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανεί,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.
Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθεί.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.
Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπάτε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχαστείτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοχτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.
Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδεί,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργείτε, τι στέκεστε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.
Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σαν θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά.
Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψει ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψει ο εχθρός.
Ο κόσμος να γλιτώσει, απ’ αύτην την πληγή,
κι ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.
Ως πότε παλληκάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ’ ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθείς
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθείς.
Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδείς.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά αφορμή.
Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Οι νόμοι να ’ ν ’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, είν’ πιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσο ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να `ναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να `μαι, υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο ουρανός,
και να με κατακόψει, να γένω σαν καπνός.
Σ’ ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να `χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστην του καθ’ ένας, ελεύθερος να ζει,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ’ αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθεί.
Όσοι απ’ την τυραννίαν, πήγαν στην ξενιτιά
στον τόπον του καθ’ ένας, ας έλθει τώρα πια.
Και όσοι του πολέμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.
Η Ρούμελη τους κράζει, μ’ αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ’ οφικιάλιος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένεις στύλος, δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθεί
ή να κρεμάσει φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πια εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κι εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε στες σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σαν θεριά.
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ’ ένας ας φανεί,
Το αίμα σας ας βράσει, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντρειωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννεί.
Μην καρτερείτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθείτε στο μπογάζι, μ’ εμάς και σεις μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθείτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός είν’ της πατρίδος, ν’ ακούστε την λαλιά.
Κι όσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γενείτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθείτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι στέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλεις να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματα σου στείλε, κι εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πια μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσεις, έχεις την αφορμήν.
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανείς.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να σηκωθείς,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθείς.
Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανεί,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.
Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθεί.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.
Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπάτε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχαστείτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοχτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.
Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδεί,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργείτε, τι στέκεστε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.
Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σαν θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά.
Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψει ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψει ο εχθρός.
Ο κόσμος να γλιτώσει, απ’ αύτην την πληγή,
κι ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.