Μάλιστα, το κατώφλι της φτώχειας μειώθηκε το
2013 (εισοδήματα 2012) σε 5.023 ευρώ, από 5.708 ευρώ το 2012, ενώ το
2008 το κατώφλι της φτώχειας ήταν στις 6.897,30 ευρώ (εάν υπήρχε σήμερα
το συγκεκριμένο όριο, το ποσοστό του κινδύνου σε φτώχεια θα ήταν στο
44,3%).
Παράλληλα, στη σχετική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τον κίνδυνο της
φτώχειας, δεν έχουν συμπεριληφθεί πληθυσμιακές ομάδες που κατά τεκμήριο
είναι φτωχές, όπως οι άστεγοι, τα άτομα σε ιδρύματα, οι παράνομοι
οικονομικοί μετανάστες, οι Ρομά, κ.ά.
Άκρως ενδεικτικό της οικονομικής κρίσης στη
χώρα, είναι και το αποτέλεσμα συναφούς έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ για τις
συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών. Σύμφωνα με αυτή, το 20,3% του
πληθυσμού ζούσε πέρυσι σε συνθήκες «υλικής στέρησης» (στέρηση βασικών
αγαθών διαβίωσης), με αποκορύφωμα το γεγονός ότι το 79,1% του φτωχού
πληθυσμού και το 39,1% του μη φτωχού πληθυσμού είχε οικονομική δυσκολία
να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες, ακόμη και περίπου 550
ευρώ.
Ειδικότερα, από τις τρεις έρευνες που
δημοσιοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ (κίνδυνος φτώχειας, συνθήκες διαβίωσης και
οικονομική ανισότητα), προκύπτουν κατά περίπτωση τα εξής:
Α. Κίνδυνος φτώχειας
Το 23,1% του συνολικού πληθυσμού
αντιμετώπιζε, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (κοινωνικά επιδόματα και
συντάξεις) τον κίνδυνο της φτώχειας το 2013. Το ποσοστό «εκτοξεύεται»
στο 53,4% πριν από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ενώ εάν υπολογισθούν
μόνον οι συντάξεις, το ποσοστό διαμορφώνεται στο 28%.
Το ποσοστό του
πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις)
αυξήθηκε κατά 3 μονάδες από το 2010 (ήταν 20,1%). Η παιδική φτώχεια
(άτομα έως 17 ετών) αποτελεί αρνητικό ρεκόρ, καθώς ανέρχεται στο 28,8%.
Σε σταθερές τιμές, το ποσοστό του πληθυσμού
που είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνο φτώχειας ανέρχεται σε 40% (συνθήκες
2005) και σε 44,3% (συνθήκες 2008).
Παράλληλα, συνθήκες φτώχειας ή κοινωνικού
αποκλεισμού αντιμετώπιζε πέρυσι το 35,7% του συνολικού πληθυσμού της
χώρας (από 34,6% το 2012, 31% το 2011, 27,7% το 2010 και 27,6% το 2009).
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση των «28», οι τρεις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά
είναι η Βουλγαρία (48%), η Ελλάδα (35,7%) και η Λετονία (35,1%). Στον
αντίποδα, τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται σε Ισλανδία (13%),
Νορβηγία (14,1%) και Τσεχία (14,6%).
Β. Συνθήκες διαβίωσης
Τα τελευταία 4 χρόνια (2010- 2013),
παρατηρείται αύξηση της «υλικής στέρησης», δηλαδή του πληθυσμού που,
λόγω οικονομικών δυσκολιών, στερείται τεσσάρων τουλάχιστον βασικών
αγαθών και υπηρεσιών από τον κατάλογο των εννέα αγαθών και υπηρεσιών που
καταγράφει η ΕΛΣΤΑΤ. Το ποσοστό αυτό ήταν 20,3% το 2013 (από 19,5% το
2012, 15,2% το 2011 και 11,6% το 2010). Μάλιστα η «υλική στέρηση» είναι
μεγαλύτερη στα άτομα έως 64 ετών.
Ο κατάλογος με τα εννέα βασικά αγαθά και υπηρεσίες που απαρτίζουν την «υλική στέρηση», έχει ως εξής:
1. Δυσκολίες ανταπόκρισης πληρωμής πάγιων
λογαριασμών (ενοίκιο ή δόση δανείου, λογαριασμοί ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, φυσικού
αερίου κ.λπ., δόσεις πιστωτικών καρτών, ή δόσεις δανείου για οικοσκευή,
διακοπές κ.λπ., στεγαστικό δάνειο).
2. Οικονομική αδυναμία για μία εβδομάδα διακοπών.
3. Οικονομική αδυναμία για διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη μέρα κοτόπουλο κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας.
4. Οικονομική αδυναμία για αντιμετώπιση έκτακτων, αλλά αναγκαίων δαπανών, περίπου 550 ευρώ.
5. Οικονομική αδυναμία για τηλέφωνο (σταθερό ή κινητό).
6. Οικονομική αδυναμία για έγχρωμη τηλεόραση.
7. Οικονομική αδυναμία για πλυντήριο ρούχων.
8. Οικονομική αδυναμία για ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο.
9. Οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση
Αναλυτικότερα:
Διατροφή: Περίπου τα 4/10 του φτωχού
πληθυσμού στερούνται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα
κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το
αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού εκτιμάται σε 4,7%.
Αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών (περίπου 550
ευρώ): Τα 8/10 του φτωχού πληθυσμού δηλώνουν οικονομική δυσκολία να
αντιμετωπίσουν έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες.
Αδυναμία ικανοποιητικής θέρμανσης: Τα 5/10
του φτωχού πληθυσμού δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική
θέρμανση (και το 24,3% του μη φτωχού πληθυσμού).
Δαπάνες στέγασης: Τα 6/10 του φτωχού
πληθυσμού δηλώνουν ότι επιβαρύνονται πάρα πολύ από τις συνολικές δαπάνες
στέγασης (το ίδιο και τα 4/10 του μη φτωχού πληθυσμού).
Πάγια έξοδα (φως, νερό, τηλέφωνο): Τα 6/10
του φτωχού πληθυσμού δηλώνουν δυσκολία στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών
εγκαίρως, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού
αερίου κ.λπ.
Αντιμετώπιση συνήθων αναγκών: Τα 6/10 του
φτωχού πληθυσμού αναφέρουν μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων
αναγκών τους με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά τους.
ΙΧ και ηλεκτρονικός υπολογιστής: Τα 2/10 του
φτωχού πληθυσμού δεν διαθέτουν ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο, ούτε προσωπικό
ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και τον χρειάζονται.
Ποσοστιαία, τα τέσσερα από τα εννέα βασικά αγαθά και υπηρεσίες, στερούνται:
- Το 23,3% των παιδιών ηλικίας κάτω των 18 ετών.
- Το 35,2% του πληθυσμού ηλικίας 18 έως 59 ετών που έχει ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
- Το 21,6% του πληθυσμού ηλικίας 18 έως 64 ετών
- Το 9,4% του πληθυσμού ηλικίας 18 έως 59 ετών που έχει ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
- Το 13,7% του πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω.
- Το 15% των γυναικών ηλικίας 65 ετών και άνω
- Το 12,1% των ανδρών ηλικίας 65 ετών και άνω.
Η έλλειψη βασικών ανέσεων στην κύρια κατοικία ανά καθεστώς ιδιοκτησίας, κατανέμεται ως εξής:
3,7% των νοικοκυριών με ιδιόκτητη κατοικία με οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λπ.).
6,7% των νοικοκυριών με ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λπ.).
9,9% σε ενοικιασμένη κατοικία.
9,6% σε παραχωρημένη δωρεάν κατοικία.
Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε
κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 27,3% για το σύνολο του
πληθυσμού, σε 22,9% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 42% για τον φτωχό
πληθυσμό.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το ελάχιστο μέσο
καθαρό μηνιαίο εισόδημα που απαιτείται για την αντιμετώπιση των αναγκών
των νοικοκυριών της χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 1.784 ευρώ. Τα
φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.428 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά
1.879 ευρώ.
Γ. Οικονομική ανισότητα
Σύμφωνα με την συγκεκριμένη έρευνα της
ΕΛΣΤΑΤ, το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού
είναι 6,6 φορές μεγαλύτερο από εκείνο του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.
Παράλληλα, το 25% του πληθυσμού με το
χαμηλότερο εισόδημα κατέχει μόλις το 8,9% του συνολικού εθνικού
εισοδήματος και το 25% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα κατέχει το
47,1% του συνολικού εθνικού εισοδήματος.
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ, φωτό από Sooc.gr)