Radio Roumeli News 98 FM Lamia *Tel 6975675005

ΤΖΕΪΜΣ Ε. Κ. ΑΓΚΡΕΪ: Η παραβολή του αετού

Μια φορά κι έναν καιρό ένας άνθρωπος πήγε στο δάσος κι έψαχνε να βρει κανένα πουλί της προκοπής. Τελικά έπιασε ένα αετόπουλο. Το πήρε στο σπίτι του και το ‘βαλε ανάμεσα στις κότες, στις πάπιες και στα γαλόπουλα, και παρόλο που ήτανε αετόπουλο το τάιζε με το ίδιο φαΐ που τάιζε και τα άλλα πουλιά.

Περάσανε πέντε χρόνια. Μια μέρα τον επισκέφτηκε ένας φυσιοδίφης. Εκεί που σεργιανούσαν στον κήπο του είπε:

- Αυτό το πουλί δεν είναι κοτόπουλο. Αετός είναι.

- Το ξέρω, απάντησε ο ιδιοκτήτης του αετού, αλλά τον έχω εξασκήσει να συμπεριφέρεται σαν κοτόπουλο. Δεν είναι πια αετός. Έγινε κοτόπουλο, παρόλο που οι φτερούγες του από τη μιαν άκρη στην άλλη έχουν μήκος 15 πόδια.

- Όχι, του λέει ο φυσιοδίφης, εξακολουθεί να είναι αετός, έχει την καρδιά ενός αετού και θα τον κάνω να πετάξει στον ουρανό.

- Είναι κοτόπουλο και δε θα πετάξει ποτέ, ξαναλέει ο ιδιοκτήτης του.

Συμφωνήσανε τότε να κάνουν ένα πείραμα. Ο φυσιοδίφης πήρε τον αετό τον σήκωσε ψηλά και του είπε επιτατικά:

- Αετέ, είσαι ένας αετός, ανήκεις στον ουρανό κι όχι σ’ αυτή τη γη. Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε.

Ο αετός γύρισε από δω γύρισε από κει και ύστερα βλέποντας τις κότες που τρώγανε πήδηξε κάτω. Και ο ιδιοκτήτης:

- Δε σου ‘λεγα πως είναι κοτόπουλο…

- Όχι, επέμενε ο φυσιοδίφης, είναι αετός. Δωσ’ του ακόμα μια ευκαιρία αύριο.

Έτσι την άλλη μέρα ο φυσιοδίφης πήρε τον αετό στη στέγη του σπιτιού και του είπε:

- Αετέ, είσαι ένας αετός. Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε».

Ο αετός όμως βλέποντας τα κοτόπουλα να τρώνε πήδηξε πάλι κάτω κι άρχισε να τρώει κι αυτός μαζί τους.

Τότε ο ιδιοκτήτης ξανάπε:

- Δε σου το είπα πως είναι κοτόπουλο.

- Όχι, επέμενε ο φυσιοδίφης, είναι ένας αετός κι εξακολουθεί να έχει την καρδιά ενός αετού. Δωσ’ του μόνο μια ευκαιρία ακόμα. Αύριο θα τον κάνω να πετάξει.

Την άλλη μέρα σηκώθηκε νωρίς και πήρε τον αετό έξω από την πόλη, μακριά από τα σπίτια, στα ριζά ενός ψηλού βουνού. Ο ήλιος, που μόλις γεννιότανε, έβαφε χρυσαφιά την κορφή του βουνού κι έκανε όλα τα βράχια να λάμπουνε μέσα σ’ εκείνο τ’ όμορφο πρωινό.

Ο φυσιοδίφης σήκωσε τον αετό και του είπε:

- Αετέ, είσαι ένας αετός, ανήκεις στον ουρανό κι όχι σ’ αυτή τη γη. Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε.

Ο αετός κοίταξε γύρω και τρεμούλιασε, λες κι έμπαινε μέσα του καινούρια ζωή. Δεν πέταξε όμως. Ο φυσιοδίφης τον έκανε τότε να κοιτάξει κατά τον ήλιο. Ξαφνικά άπλωσε τα φτερά του και με μιαν αετίσια κραυγή πέταξε ψηλότερα και ψηλότερα και δεν ξαναγύρισε πια. Έμεινε ένας αετός, παρόλο που θελήσανε να τον υποτάξουν και να τον κάνουνε κοτόπουλο.

Λαέ μου της Αφρικής, πλαστήκαμε κατ’ εικόνα του Θεού, οι άνθρωποι όμως θέλησαν να μας κάνουν να πιστεύουμε πως είμαστε κοτόπουλα, και το πιστεύουμε ακόμα. Όμως είμαστε αετοί. Απλώστε τα φτερά σας και πετάξτε! Μην ευχαριστιέστε με το φαΐ που δίνουν στα κοτόπουλα.

Τζέιμς Ε. Κ. Άγκρεϊ

Ο Τζέιμς Ε. Κ. Άγκρεϊ γεννήθηκε το 1875 στη Χρυσή Ακτή, τη χώρα που ονομάζουμε σήμερα Γκάνα. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στα ιεραποστολικά σχολεία της πατρίδας του. Σπούδασε και δίδαξε για πολλά χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Άγκρεϊ θεωρείται πρωτοπόρος αφρικανός εκπαιδευτικός, που άσκησε μεγάλη επίδραση στην πνευματική και διανοητική ανάπτυξη των πρώτων αφρικανών ηγετών όταν φοιτούσαν στο Κολέγιο Ατσιμότα στη Γκάνα.

Προτού αποκτήσει η Γκάνα την ανεξαρτησία της, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ηγέτες της χώρας και οι εκπαιδευτικοί ήταν πώς να πείσουν τους νεαρούς αφρικανούς να πιστέψουν στους εαυτούς τους και στις δικές τους πνευματικές δυνάμεις και, πάνω απ’ όλα, στην εθνική τους ταυτότητα. Η συμβολή του Τζέιμς Άγκρεϊ σ’ αυτόν τον αγώνα ήταν μεγάλη.

«Η παραβολή του αετού», είναι μια χαρακτηριστική απόδειξη.

ΠΗΓΗ: Η ιστορία αντλείται από το βιβλίο Αφρικανοί πεζογράφοι, Εκδόσεις Θεμέλιο / Μετάφραση-παρουσίαση Κατσούρη Ντίνα

ΓΙΑΤΙ Η ΕΙΚΟΝΟΛΑΤΡΕΙΑ ΕΜΕΙΝΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΕΔΙΩΞΕ ΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

 


Μια κριτική για τον σύγχρονο μάγο (TV, SM) των αισθήσεων και παραισθήσεων όπου οι πολίτες βλέπουν φάρμες με ζώα, τα οποία βέβαια πραγματικά ζώα κρύβονται από ντροπή αφήνοντας τα κανονικά όρθια ζώα να κακαρίζουν χωρίς να κοκκινίζουν.

Αν το μαγικό κουτί παλιότερα και ο μεγάλος αδελφός σήμερα -όπερ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης- άφηνε λίγο έστω μυαλό στους εν οίκω εικονολάτρες και εν δήμω εικονομάχους (τα μέσα αυτά οι πιστοί τα λατρεύουν, τα βλέπουν και τα κριτικάρουν ταυτόχρονα), θα αναρωτιόντουσαν τελικά πως γίνεται οι θεατές να μισούν το θέαμα αλλά ταυτόχρονα να το λατρεύουν. Να κάνουν δηλαδή κριτική για την ποιότητα του θεάματος, ενώ να γίνονται ταυτόχρονα οι ίδιοι πρωταγωνιστές του και κομπάρσοι του (στην ποδιά και την οθόνη της Πενταγιώτισσας σφάζονται όχι σαράντα, αλλά όλα σχεδόν τα παληκάρια του πλανήτη).

Η περίοδος της πανδημίας χτύπησε κόκκινο όχι μόνο στις εντατικές, αλλά και στα μυαλά του ανθρώπου. Οι μεγάλοι λιμοί και οι θανατηφόρες λοιμώξεις στην ιστορία ήταν οι αιτίες για βαθύτερη δημιουργική (επιστημονική) σκέψη, αλλά και το ανάποδό της: Μια σκέψη φοβίας και ταυτόχρονα λατρείας στο μεταφυσικό, όπου οι εκκλησίες και τα μοναστήρια έδιναν άφεση αμαρτιών στους ταπεινωμένους και κολασμένους θνητούς – έναντι αμοιβής βεβαίως, γιατί ακόμα και ο θάνατος με την τυχαιότητά του απαιτεί τίμημα για να περάσει κανείς στην αιωνιότητα και την αθανασία.

Ο άνθρωπος αιώνες τώρα ζει για να υποτάσσεται και να υποτάσσει ˙ γιατί μπορεί ο ποιητικός λόγος να μιλά για την αγάπη του ανθρώπου για την ελευθερία, αλλά στην πράξη την σιχαίνεται περισσότερο και από τον θάνατο. Η ελευθερία τρομάζει με τη μοναξιά και την υποχρέωση να επιλέγω, να αποφασίζω και να παίρνω τον δρόμο μόνος στο σκοτάδι του μέλλοντος, όπου οι λύκοι, οι μέδουσες και οι ερινύες καραδοκούν.

Είναι δε βέβαιο πως οι εξουσίες ως πιο ευφυείς σχεδόν πάντα από τους υπηκόους, ήξεραν πως οι απαγορεύσεις θα ήταν πολύ εύκολα ανεκτές, ιδιαίτερα σήμερα που οι έγκλειστοι περνάνε μια χαρά παρέα με τη μεγάλη αδελφή που από τον καναπέ και τζάμπα διασκεδάζει, όπως στα κανονικά σκυλάδικα, γλιτώνοντας μάλιστα τις μπόμπες των πειραγμένων αλκοολούχων.

Ο μέγας Μακιαβέλι είπε πως οι υπήκοοι είναι καλύτερο να σε αγαπάνε, αλλά αν δεν γίνεται, κάνε τους να σε φοβούνται. Ο θάνατος, σε αντίθεση με την ελευθερία, ξυπνάει τα αισθήματα για φίλους που είχαμε ξεχάσει και για εχθρούς που δε μας απειλούν πλέον. Οι νεκροί δε μας δημιουργούν υποχρεώσεις (ΑΚ), μας αφήνουν ελεύθερους και, αν μας υποχρεώνουν σε κάτι, είναι η μνήμη και η συγκίνηση ∙ η μνήμη όμως είναι κοντή και η συγκίνηση μεγάλη και προπάντων, μοναδική και ηδονική όπως όλες οι αισθήσεις που ξυπνούν, είτε από τα ρίγη του φόβου, είτε από τα πάθη των ερώτων.

Η πανδημία με τον τρόπο της ανάγκασε αθώους και αμαρτωλούς να συνυπάρξουν κάτω από την αγία σκέπη του ναού της εντοιχισμένης ευτυχίας, με την αγάπη ως συγκολλητική ουσία, γνωρίζοντας όμως καλά πως η αγάπη για την εκλεπτυσμένη γλώσσα είναι όπως τα μεταξωτά εσώρουχα που δεν σημαίνουν πάντα καθαριότητα και επιδεξιότητα.

Ο φόβος για τον θάνατο δεν είναι θάνατος καθεαυτού αλλά η ιδέα του και μόνο, εξού και η έννοια της αθανασίας ∙ συμβαδίζει πάντα με το τυχαίο (ή ατυχές) συναπάντημα του με μαρτυρίες των άλλων και όχι ημών των ίδιων που ευτυχώς ή δυστυχώς δεν ζούμε πλέον για να το περιγράψουμε ως γεγονός.

Σε αυτή την φάση ταιριάζει η  ιδυοφυής φράση του Camus πως ο θάνατος είναι μοναχικός ενώ η υποδούλωση συλλογική. Το γνωστό σύνθημα «όλοι μαζί μπορούμε» μαζι με το «και εγώ μαζί (me too) περιγράφει με ακρίβεια αυτή την κινηματική ιδέα που αθωώνει το κοπάδι από τις ενοχές και εξυψώνει το άτομο στον σταυρό, όχι για να σταυρωθεί, αλλά για να θαυμαστεί και αθωωθεί, γιατί όλοι θέλουμε να είμαστε με την πλευρά των νικητών και των αθώων για να κρίνουμε τις αμαρτίες των άλλων.

Τα ιερά, τα όσια και τα αθώα έχουν την ιδιότητα της αφηρημένης ομοιότητας που μας οδηγεί στις μνήμες του παραδείσου πριν το προπατορικό αμάρτημα, σε μια δηλαδή απενοχοποιημένη δυστυχία που οι υποκρισίες των μυαλών τις περιγράφουν σαν ευτυχίες.

Πρέπει να’ ναι κανείς με το μέρος της αθωότητας πάντα για να μπορεί να κατηγορεί ανενδοίαστα όλους τους υπόλοιπους καλώντας τους να αποδεχτούν τις ανέσεις της δουλείας, φτάνει να την παρούσιαζουν σαν πραγματική ελευθερία για να επεκτείνουν τις κρίσεις σε όλους τους άλλους και να ελαφρώσουν το βάρος των ενοχών στους δικούς τους ώμους: «Ήμουν και εγώ εκεί πάνω στην έδρα, για να καταραστώ την κοινωνία από τις οθόνες των υπολογιστών και της μεγάλης αδελφής, να ηθικολογώ από τα φωτεινά, λουλούδατα σαλόνια για τις αμαρτίες που τις ονόμασαν και αρετές στις εκκλησίες και τους δήμους».

Ηγέτης της στιγμιαίας ηθικής και μιας δικαιοσύνης που πόρρω απέχει από την αληθή στιγμή, αφού με την τήβεννο του δικαστή θα θριαμβεύω λοιδορώντας, με την βιασμένη μου ψυχή, με όλους να μπορούν μαζί και ο καθένας χώρια να θριαμβεύει πάνω στα στραπατσαρισμένα θύματα… Αφού με την ηθική το σώμα χάνει την αξιοπρέπεια του, με την θρησκεία την ιερότητά του, με την πολιτική την πολυπλοκότητα του και με την οικονομία τα αποθέματά του.

Αν η κοινωνία μου μοιάζει, ζω κατ’ εικόνα και ομοίωση της γονατιστός μεν, αλλά ενωμένος με τους άλλους γονατιστός είναι βέβαιο πως δε θα βλέπω πάνω, αλλά κάτω, ταπεινωμένος μα ζωντανός.

Όλα αυτά πολλές φορές σημαίνουν το αντίθετο, γι’ αυτό σε αυτή την περίοδο του  εγκλεισμού η υποχρεωτική αγάπη ξεχείλισε το ποτάμι της καθαρής λατρείας, μετατρέποντάς το σε αγωγό λυμάτων των ανθρώπινων παθών που φουσκώνουν τα πανιά με αέρα που ρίχνει το καράβι στα βράχια.

Οι άνθρωποι στην κοινωνία επικοινωνούν και κοινωνούν με το πιο πολιτισμένο και φωτισμένο τους πρόσωπο, αυτό που στην σπηλιά κρύβεται από τις σκιές των φαντασμάτων, παραμορφώνοντάς το με τα τέρατα που κρύβει η ανθρώπινη ψυχή, χωρίς να μπορεί όμως να τα σκοτώσει ποτέ. Στον λαβύρινθο το νήμα της Αριάδνης είναι για να βρει ο εγκλωβισμένος την άκρη και να σωθεί από το Μινώταυρο χωρίς να σκοτωθεί και να σκοτώσει.

Στην σπηλιά με τις άγιες οικογένειες υπάρχουν ιεραρχήσεις: Το μεγάλο «άλφα» άρρεν, το θήλυ η φοβερά μητέρα με τις θεϊκές ιδιότητες και οι αδηφάγες μηχανές επιθυμιών που’ ναι οι λατρεμένοι απόγονοι σαν άλλοθι της εξουσίας των γεννητόρων. Από το μαντρί δεν λείπουν βέβαια τα μικρά ζωάκια, ντυμένα ανάλογα με τον παρά του ιδιοκτήτη, που θα υποτάσσονται στα παιχνίδια των παιδιών για να’ χουν και αυτά έναν ρόλο εξουσίας από μικρά, για να επιβιώσουν αργότερα στην ενήλικη ζωή ως ηγεμόνες…  Έχετε προσέξει βέβαια ότι το μέγεθος των ζώων είναι δυσανάλογο ως προς το μέγεθος της περιουσίας του ιδιοκτήτη ∙ όσο πιο μικρό, τόσο πιο μεγάλη η περιουσία.

Κωνσταντινίδης Κωνσταντίνος

πηγη

Εμμανουέλ Λεβινάς: Ο φιλόσοφος της ευθύνης

 


Το φιλοσοφικό έργο του Εμμανουέλ Λεβινάς (Emmanuel Levinas, 1905-1995) έχει επιφέρει ένα είδος κοπερνίκειας επανάστασης στον τρόπο στοχασμού της ευθύνης.

Αντί η ευθύνη να αφορά τις πράξεις ενός δρώντος υποκειμένου και να θεμελιώνεται στην ελευθερία της βούλησής του, για τον Λεβινάς, αυτή δεν συνιστά επιλογή του υποκειμένου. 

Η ευθύνη δεν είναι κάτι που εγώ επιλέγω, αλλά είναι ο άλλος που με καθιστά υπεύθυνο. Η πηγή και η προέλευση της ευθύνης μου είναι ο άλλος. 

Για παράδειγμα, η παρουσία του άλλου μπροστά στην πόρτα του οίκου μου ή των συνόρων της «χώρας μου» με καθιστά αυθωρεί υπεύθυνο απέναντί του. Ο άλλος μού θέτει ένα αίτημα, το οποίο δεν είναι απαραίτητο να αρθρωθεί σε λέξεις. Αυτό το αίτημα με προσδένει σε μια παθητική ευθύνη, δηλαδή μια ευθύνη την οποία δεν έχω επιλέξει. Αν θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε την χαϊντεγκεριανή ορολογία, θα λέγαμε ότι είμαστε «ριγμένοι» ή «ερριμένοι» σε αυτήν την ευθύνη.

Όπως πολλάκις υπογραμμίζει ο Λεβινάς, «το υποκείμενο είναι όμηρος» του άλλου, δηλαδή είναι υπεύθυνος για τον άλλο, χωρίς να έχει επιλέξει κάτι τέτοιο και χωρίς να έχει απολύτως καμιά δυνατότητα απόδρασης από αυτή την ευθύνη: 

«Εγώ είμαι σημαίνει εφεξής δεν μπορώ να ξεφύγω από την ευθύνη»

(1). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο άλλος μου επιτρέπει να υπάρχω ως ουσιωδώς υπεύθυνος. Όπως υπογραμμίζει ο Τζέφρυ Μπέννινγκτον (Geoffrey Bennington): «Δεν υπάρχω πρώτα και κατόπιν συναντώ τον άλλο: απεναντίας ο (πάντα ενικός) άλλος με καλεί στο είναι ως ανέκαθεν ήδη υπεύθυνο για εκείνον»(2).

Η ευθύνη είναι τόσο ακραία στον Λεβινάς που αποτελεί τον ίδιο τον ορισμό της υποκειμενικότητας: το υποκείμενο υπό-κειται στον άλλο. Για τον Λεβινάς, «Το Εγώ δεν αντιλαμβάνεται απλώς αυτή την ανάγκη απόκρισης, σαν να επρόκειτο για μια υποχρέωση ή ένα καθήκον για τα οποία μπορεί να αποφασίσει», αλλά, αντίθετα, το Εγώ είναι αφ’ εαυτού, ευθύνη πέρα ως πέρα.

          Η ευθύνη μου απέναντι στον άλλο, σύμφωνα με τον Λεβινάς, είναι άπειρη. Το Εγώ δεν μπορεί βολικά να απαλλαγεί από αυτή την ευθύνη.

 Δεν μπορεί ποτέ να πει: «έκανα όλο το καθήκον μου. 

Εκτός κι αν είναι υποκριτής…». 

Αντιθέτως, «[…] όσο πιο δίκαιος είμαι τόσο μεγαλύτερη είναι η ευθύνη μου. 

Ουδέποτε αποσείουμε τα χρέη μας έναντι του άλλου»(3). 

Είναι τέτοια η έκταση της ευθύνης, ώστε «είμαι υπεύθυνος ακόμη και για την υπευθυνότητα του άλλου». 

Ο Λεβινάς αναφέρει συχνά τον Αλιόσα Καραμάζωφ από τους Αδελφούς Καραμάζωφ ως παράδειγμα αυτής της άπειρης ευθύνης. 

Ο Αλιόσα θαρραλέα ισχυρίζεται ότι «είμαστε όλοι ένοχοι για τα πάντα και όλοι έναντι όλων, εγώ δε πιο ένοχος απ’ όλους».

          Φυσικά, το γεγονός ότι η συνάντηση με τον άλλο είναι ηθική δεν σημαίνει ότι ανταποκρίνομαι πάντα σε αυτήν με έναν ηθικό τρόπο. 

Αν και ο Λεβινάς μιλά με όρους υποχρεώσεων και ευθυνών, η σκέψη του δεν επιδιώκει να εγκαθιδρύσει μια δεοντολογική θεωρία που θα παρείχε ακαταμάχητους λόγους για να ανταποκριθεί κάποιος στις υποχρεώσεις του (όπως, για παράδειγμα, στον Καντ, σύμφωνα με οποίο θα πρέπει να αναλογιστώ τις συνέπειες από την άρνησή μου να παρέχω βοήθεια στους άλλους). 

Σύμφωνα με το φαινομενολογικό του υπόβαθρο, ο Λεβινάς είναι μάλλον περιγραφικός παρά καθοδηγητικός, προσπαθώντας να απεικονίσει τη σχέση, τη συνάντηση εαυτού και άλλου σε ένα θεμελιώδες επίπεδο. 

Συνεπώς, σε αυτό το επίπεδο είναι εξίσου πιθανό να αποκριθώ στη μη βία του άλλου τόσο με βία όσο και με σεβασμό: «Ο δεσμός με τον άλλο συνάπτεται ως ευθύνη, αδιάφορο αν γίνεται αποδεχτή ή αν απορρίπτεται, αν ξέρουμε πώς να την επωμιστούμε, αν μπορούμε ή αν δεν μπορούμε να πράξουμε κάτι συγκεκριμένο για τον άλλον». 

Ως εκ τούτου, στη θεώρηση του Λεβινάς, η υποχρέωσή μου να παρέχω, για παράδειγμα, φιλοξενία στον άλλο δεν επιβάλλεται από οποιοδήποτε λογικό επιχείρημα ή φυσικό εξαναγκασμό που με αναγκάζει να σεβαστώ την ευπάθεια του άλλου.

Είναι όμως ο άλλος επίσης απείρως υπεύθυνος για το «εγώ»; Είναι η ηθική σχέση συμμετρική; Κάθε φορά που παρέχω φιλοξενία σε κάποιον ή κάποια οφείλω να προσβλέπω στην αμοιβαιότητα; Πολλές φορές παραπονιόμαστε ότι ο άλλος δεν μας προσκάλεσε ποτέ σπίτι του, ενώ εμείς τον είχαμε απλόχερα φιλοξενήσει πολλάκις. 

Ή κατηγορούμε το φιλοξενούμενό μας για αχαριστία. Εντούτοις, είναι δυνατόν η ηθική να εμπίπτει σε μια οικονομία δούναι και λαβείν; 

Μια από τις πιο σημαντικές πτυχές της ηθικής του Λεβινάς είναι η επιμονή του στη ριζικά μη συμμετρική φύση της ηθικής σχέσης: ο άλλος δεν μοιράζεται τις ευθύνες μου. 

Στην ερώτηση του Φιλίπ Νεμό (Philippe Nemo), «[α]λλά και ο άλλος δεν είναι εξίσου υπεύθυνος απέναντί μου;», ο Λεβινάς απαντά ως εξής: «Ίσως, αλλά αυτό είναι δική του δουλειά. Ένα από τα θεμελιώδη θέματα στο Ολότητα και άπειρο […] είναι ότι η διυποκειμενική σχέση είναι ασύμμετρη. 

Τούτο σημαίνει ότι είμαι υπεύθυνος για τον άλλο χωρίς να προσδοκώ αμοιβαιότητα, έστω και αν θυσιάζω τη ζωή μου για χατίρι του». Η ηθική δεν μπορεί να πηγάζει από τα δικά μου διαφέροντα. 

Θα ήταν λάθος για μένα να παρέχω φιλοξενία στον άλλο επειδή περιμένω κάτι σε αντάλλαγμα: η υποχρέωση και η ευθύνη μου δεν αντανακλώνται από την αμοιβαία ευθύνη του άλλου προς εμένα. 

Για τον Λεβινάς, η ηθική δεν είναι ηθική, εάν υφίσταται επειδή είτε δεν έχω καμία άλλη επιλογή στο συγκεκριμένο ζήτημα, είτε αναμένω να λάβω κάτι σε αντάλλαγμα.

Κομβικής σημασίας για τη λεβινασιανή ηθική ευθύνη είναι η έννοια του «προσώπου» (visage). 

Ο Λεβινάς χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο όρο προκειμένου να αναφερθεί στην «απειρότητα» του άλλου ανθρώπου. Αυτό που εννοεί με το «πρόσωπο του άλλου» δεν είναι η φυσική του εμφάνιση, η όψη του, αλλά ακριβώς το αξιοσημείωτο γεγονός ότι ο άλλος δεν συμπίπτει με αυτή. 

Ενώ το πρόσωπο του άλλου μας εμφανίζεται κάθε φορά που ο άλλος στρέφεται προς εμάς ή εμείς στρέφουμε το βλέμμα μας προς αυτόν, το πρόσωπο δεν εξαντλείται στα εξωτερικά αντιληπτά χαρακτηριστικά αυτής της εμφάνισης. 

Η ριζική ετερότητα του άλλου ανθρώπου, η απειρότητά του δεν ταυτίζεται με τη φυσική του εμφάνιση, η οποία μού καθίσταται γνωστή μέσω της αντίληψης. 

Ο άλλος είναι ουσιαστικά μια κίνηση αποτραβήγματος αλλά και υπερχειλίσματος, περίσσειαςˑ υπερχειλίζει κάθε εικόνα ή γνώση που μπορούμε να έχουμε γι’ αυτόν. 

Ο Άλλος είναι ανυπέρβλητα διαφορετικός επειδή διαφεύγει διαπαντός κάθε προσπάθειας αναπαράστασης, γνώσης ή κατανόησης.

Για τον Λεβινάς, όταν το πρόσωπο εμφανίζεται στον κόσμο μας, η πρώτη έκφρασή του είναι μια εντολή: «δεν θα σκοτώσεις»(4). Το πρόσωπο του άλλου με «διατάζει» μέσω της υπερβατικότητάς του, δηλαδή από το γεγονός και μόνο ότι με υπερβαίνει μέσω της απειρότητάς του. 

Βέβαια, το «ου φονεύσεις» σημαίνει μια σειρά από πράγματα: μη με αφήσεις να πεθάνω από την πείνα, να πνιγώ στα νερά του Αιγαίου, αβοήθητο να πονάω, κ.λπ. 

Δηλαδή, δεν σημαίνει μόνο μη με σκοτώσεις εσύ ο ίδιος με τα ίδια σου τα χέρια. 

Αυτή είναι στην πραγματικότητα η μόνη εντολή στην οποία ο Λεβινάς αναφέρεταιˑ την λαμβάνει ως τον πρώτο και πιο θεμελιώδη των νόμων, από τον οποίο όλοι οι άλλοι προέρχονται. 

Θεμελιώδη, αλλά μη θεμελιωμένο: δεν υποστηρίζεται από τη θεία εξουσία, ούτε δικαιολογείται στη βάση ωφελιμιστικών λόγων, ούτε υποστηρίζεται από την έκκληση στον Λόγο της καντιανής κατηγορικής προστακτικής. Η εξουσία του προσώπου δεν είναι εξαναγκαστική. 

Ο Άλλος με καλεί στην ευθύνη από μια θέση απόλυτης ετερότητας, από μια παράδοξη θέση μεγαλειότητας και δυστυχίας. Με διατάζει να μην τον αφήσω αβοήθητο, δηλαδή να σταθώ αλληλέγγυος μαζί του, αλλά δεν έχει κανένα τρόπο για να με πείσει να υπακούσω.

*Ο Γεράσιμος Κακολύρης είναι επίκουρος καθηγητής σύγχρονης ηπειρωτικής φιλοσοφίας στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει σπουδάσει στα πανεπιστήμια Essex και Warwick της Μεγάλης Βρετανίας. Είναι συγγραφέας των μονογραφιών Ο Ζακ Ντεριντά και η αποδομητική ανάγνωση (Εκκρεμές, 2004) και Η ηθική της φιλοξενίας. Ο Ζακ Ντερριντά για απροϋπόθετη και την υπό όρους φιλοξενία (Πλέθρον, 2017), ενώ έχει επιμεληθεί τον συλλογικό τόμο Η πολιτική και ηθική σκέψη του JacquesDerrida (Πλέθρον, 2015) καθώς και αφιέρωμα του περιοδικού Ένεκεν (τχ. 42, 2016) στη φιλοξενία.

(1) Εμμανουήλ Λεβινάς, «Το υπερβατικό και το υψηλό», στου ιδίου, Ελευθερία και εντολή, μτφρ. Μιχάλης Πάγκαλος, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2007, σ. 59.

(2) GeoffreyBennington, «Αποδόμηση και ηθική», μτφρ. Ευτύχης Πυροβολάκης, στο Γεράσιμος Κακολύρης (επιμ.), Η πολιτική και ηθική σκέψη του Jacques Derrida, Πλέθρον, Αθήνα 2015, σ. 272.

(3) Εμμανουήλ Λεβινάς, Ηθική & άπειρο. Διάλογοι με τον Φιλίπ Νεμό, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Ίνδικτος, Αθήνα 2007, σ. 69.

(4) Emmanuel Levinas, Ολότητα και άπειρο. Δοκίμιο για την εξωτερικότητα, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Εξάντας, Αθήνα1989, σ. 252.

Γράφει ο Γεράσιμος Κακολύρης*

Ξενοφών: Για να υποτάξεις κάποιον φτωχοποίησέ τον

Μπορεί να έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια, αλλά είναι πάντα επίκαιροι οι αρχαίοι κλασικοί φιλόσοφοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα λόγια του Ξενοφώντος, ο οποίος είχε πει μεταξύ άλλων «για να υποτάξεις κάποιον φτωχοποίησέ τον», μια φράση που μοιάζει σαν να είναι βγαλμένη από τα τεκταινόμενα στη σύγχρονη Ελλάδα. 




Είναι φορές που και η τυραννία γίνεται ακόμη και για τους τυράννους σκέτη τυραννία. Ο Ιέρων λόγου χάρη. Τύραννος των Συρακουσών, δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν.

Ο πρώτος που εφάρμοσε δίκτυο κατασκοπείας. Μίσθωνε τακτικά κατασκόπους και πληροφοριοδότες χρησιμοποιώντας τους λεγόμενους “ωτακουστές”…


Ο Αριστοτέλης μας λέει ότι ο Ιέρων έστελνε για να ακούσουν τις ομιλίες και τις απόψεις των ανθρώπων στην πόλη («και ους ωτακουστάς εξέπεμπεν Ιέρων»: Πολιτικά Ε’, 1313β11).

Ο Αριστοτέλης γνώριζε ότι ίσως ο Ιέρων είχε δανειστεί το πρότυπο των ωτακουστών από την Περσία.

Ας πάμε να διαβάσουμε ένα απόσπασμα από τον Ξενοφώντα από το έργο του “Ιέρων” ή Τυραννικός  (Μτφρ. Λ. Τρουλινού) που αναλύει εξαιρετικά απλά και ουσιαστικά τον λόγο που κυβερνούν οι άδικοι και διώκονται οι δίκαιοι…

“Θα σου πω κι ένα άλλο από τα δυσάρεστα που παθαίνουν οι τύραννοι, Σιμωνίδη. Αυτοί, παρ’ όλο που αναγνωρίζουν τους γενναίους, τους σοφούς και τους δίκαιους όχι λιγότερο απ’ ότι οι ιδιώτες, τους φοβούνται μάλλον παρά τους θαυμάζουν.

Τους ανδρείους, μήπως και τολμήσουν κάτι για χάρη της ελευθερίας· τους σοφούς μήπως και μηχανευτούν κάτι· τους δίκαιους, μήπως τους θελήσει το πλήθος για κυβερνήτες του.

Κι όταν οι τύραννοι από το φόβο τους τούς ξεπαστρέψουν αυτούς, ποιοι άλλοι θα τους μείνουν για να τους χρησιμοποιούν εκτός από τους άδικους, τους έκλυτους και τους δουλοπρεπείς;

Τους άδικους τους εμπιστεύονται, γιατί κι αυτοί φοβούνται, όπως οι τύραννοι, μήπως η πόλη κάποια μέρα γίνει ελεύθερη και ασκήσει πάνω τους την εξουσία της· τους έκλυτους εξαιτίας της ελευθερίας δράσης που έχουν προς το παρόν και τους δουλοπρεπείς, επειδή αυτοί δεν έχουν καμιά αξίωση να είναι ελεύθεροι.

Μου φαίνεται λοιπόν δυσάρεστο κι αυτό το πάθημα: άλλους να θεωρείς χρηστούς άνδρες κι άλλους να είσαι αναγκασμένος να χρησιμοποιείς.

Επιπλέον, ο τύραννος είναι αναγκασμένος να αγαπά την πόλη του· γιατί χωρίς αυτή δεν μπορεί, ούτε να υπάρχει, ούτε να ευτυχεί· η τυραννία όμως αναγκάζει τους τυράννους να εγκαλούν την ίδια την πατρίδα τους.

 Γιατί, δεν χαίρονται κάνοντας τους πολίτες πιο γενναίους ή εξοπλίζοντας τους καλύτερα αλλά ευχαριστιούνται περισσότερο καθιστώντας τους ξένους ισχυρότερους για να τους χρησιμοποιούν μετά ως φρουρούς τους, όπως αναφέρει το destora.

Ακόμη κι όταν έρχονται καλές χρονιές για τις σοδειές και υπάρχει αφθονία αγαθών, ούτε τότε χαίρεται ο τύραννος· γιατί πιστεύει πως όσο πιο φτωχοί είναι οι άνθρωποι τόσο πιο υποταγμένοι είναι ώστε να τους χρησιμοποιεί”.

Χαλεπὸν δ’ ἐρῶ σοι καὶ ἄλλο πάθημα, ὦ Σιμωνίδη, τῶν τυράννων. γιγνώσκουσι μὲν γὰρ οὐδὲν ἧττον τῶν ἰδιωτῶν τοὺς ἀλκίμους τε καὶ σοφοὺς καὶ δικαίους. τούτους δ’ ἀντὶ τοῦ ἄγασθαι φοβοῦνται, τοὺς μὲν ἀνδρείους, μή τι τολμήσωσι τῆς ἐλευθερίας ἕνεκεν, τοὺς δὲ σοφούς, μή τι μηχανήσωνται, τοὺς δὲ δικαίους, μὴ ἐπιθυμήσῃ τὸ πλῆθος ὑπ’ αὐτῶν προστατεῖσθαι. ὅταν δὲ τοὺς τοιούτους διὰ τὸν φόβον ὑπεξαιρῶνται, τίνες ἄλλοι αὐτοῖς καταλείπονται χρῆσθαι ἀλλ’ ἢ οἱ ἄδικοί τε καὶ ἀκρατεῖς καὶ ἀνδραποδώδεις; οἱ μὲν ἄδικοι πιστευόμενοι, διότι φοβοῦνται ὥσπερ οἱ τύραννοι τὰς πόλεις μήποτε ἐλεύθεραι γενόμεναι ἐγκρατεῖς αὐτῶν γένωνται, οἱ δ’ἀκρατεῖς τῆς εἰς τὸ παρὸν ἐξουσίας ἕνεκα, οἱ δ’ ἀνδραποδώδεις, διότι οὐδ’ αὐτοὶ ἀξιοῦσιν ἐλεύθεροι εἶναι. χαλεπὸν οὖν καὶ τοῦτο τὸ πάθημα ἔμοιγε δοκεῖ εἶναι, τὸ ἄλλους μὲν ἡγεῖσθαι ἀγαθοὺς ἄνδρας, ἄλλοις δὲ χρῆσθαι ἀναγκάζεσθαι. ἔτι δὲ φιλόπολιν μὲν ἀνάγκη καὶ τὸν τύραννον εἶναι· ἄνευ γὰρ τῆς πόλεως οὔτ’ ἂν σῴζεσθαι δύναιτο οὔτ’ εὐδαιμονεῖν· ἡ δὲ τυραννὶς ἀναγκάζει καὶ ταῖς ἑαυτῶν πατρίσιν ἐνοχλεῖν. οὔτε γὰρ ἀλκίμους οὔτ’ εὐόπλους χαίρουσι τοὺς πολίτας παρασκευάζοντες, ἀλλὰ τοὺς ξένους δεινοτέρους τῶν πολιτῶν ποιοῦντες ἥδονται μᾶλλον καὶ τούτοις χρῶνται δορυφόροις. ἀλλὰ μὴν οὐδ’ ἂν εὐετηριῶν γενομένων ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν γίγνηται, οὐδὲ τότε συγχαίρει ὁ τύραννος. ἐνδεεστέροις γὰρ οὖσι ταπεινοτέροις αὐτοῖς οἴονται χρῆσθαι.

22 σκληρές αλήθειες για την ύπαρξη

Η ζωή είναι ένα ταξίδι από την αθωότητα στην εμπειρία και το μονοπάτι δεν είναι και τόσο ομαλό. Υπάρχουν αμέτρητα εμπόδια και μόλις ξεπεράσετε ένα, θα εμφανιστεί κάποιο άλλο.


Είναι γνωστό πως η ζωή είναι σκληρή, αλλά μερικές φορές χάνουμε το κίνητρο μας για να παλέψουμε. Αντί να κολυμπήσουμε τα παρατάμε και τελικά πνιγόμαστε. Σταματήστε εκεί.

Αντί να χρονοτριβείτε και να σχεδιάζετε για κάτι καλύτερο, αναλάβετε τη ζωή σας. Μόλις αποδεχτείτε αυτές τις σκληρές αλήθειες, η προσέγγιση σας στη ζωή θα αλλάξει.
  1. Στο τέλος θα πεθάνετε
Όταν είδα το «Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ», ο διάλογος «Ασχολήσου με το να ζεις, ή ασχολήσου με το να πεθάνεις» ήταν η στιγμή της αποκάλυψης μου. Ο Θάνατος είναι η απόλυτη αλήθεια. Ανεξάρτητα από το πόσο προσπαθείτε να κάνετε την ζωή τέλεια, θα τελειώσει, και δεν υπάρχει τρόπος απόδρασης από αυτό.
Επί τη ευκαιρία, αν δεν έχετε δει την ταινία Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ, τώρα είναι η τέλεια στιγμή. Για μένα είναι η καλύτερη ταινία.
  1. Όλοι όσοι ξέρετε θα πεθάνουν
Δεν μπορείτε να αφήσετε τον φόβο της απώλειας να πνίξει τους ανθρώπους, αλλά ούτε μπορείτε να τους θεωρείτε και δεδομένους. Όλα τα άτομα που γνωρίζετε θα πεθάνουν, όπως κι εσείς.
  1. Ο πλούτος δεν είναι ευτυχία
Τα καλύτερα πράγματα είναι πραγματικά δωρεάν. Ο υλικός πλούτος είναι καλός για την άμεση ικανοποίηση, αλλά η αγνή ευδαιμονία έρχεται από μέσα μας. Και αν κυνηγάτε τα χρήματα και μόνο αυτά, θυμηθείτε με… ξοδεύετε τον πιο πολύτιμο χρόνο σας που τελικά θα τελειώσει (δείτε το #1)
  1. Η αναζήτηση της ευτυχίας σας κάνει να την χάσετε
Ψάχνατε την αγαπημένη σας μπλούζα πριν από ένα γεγονός μόνο για να την βρείτε αφού τελειώσει; Εφαρμόστε το αυτό στη ζωή σας. Η ευτυχία είναι μια πεταλούδα που δε θα έπρεπε να κυνηγάτε. Θα κάτσει στην παλάμη σας όταν δεν θα κοιτάτε.
  1. Ξοδέψτε χρόνο όχι χρήματα
Ο χρόνος είναι το μεγαλύτερο νόμισμα. Προσπαθήστε να περάσετε χρόνο με τους αγαπημένους σας, είναι σημαντικό πάντα να χαμογελάτε, να συμμετέχετε σε ουσιαστικές συζητήσεις και δραστηριότητες. Όχι μόνο να σκέφτεστε πως ο χρόνος είναι το μόνο που έχετε, αλλά να το γνωρίζετε. Ο χρόνος είναι το μοναδικό πράγμα που περνά.
  1. Δεν μπορείτε να τους ευχαριστήσετε όλους
Σταματήστε να το κάνετε αμέσως καθώς αποστραγγίζει όση ενέργεια έχει μείνει μέσα σας.
  1. Αποδεχτείτε τα συναισθήματα σας
Είστε μόνο ένας άνθρωπος και είναι εντάξει το να έχετε συναισθήματα. Το να αρνείστε πως δεν έχετε δε θα σας βοηθήσει να τα ξεφορτωθείτε.
  1. Μόλις φύγετε, θα φύγετε
Δεν αφήνουν όλοι πίσω τους κάτι αξιομνημόνευτο ή κάτι που αγγίζει την ζωή πολλών. Μην σας απασχολεί το να αφήσετε κληρονομιά.
  1. Να είστε υπεύθυνοι
Σταματήστε να το παίζετε θύμα και αποφασίστε το πεπρωμένο σας. Αναλάβετε τις πράξεις σας αντί να κατηγορείτε την τύχη σας.
  1. Σταματήστε να προσπαθείτε να είστε τέλειοι
Κανείς δεν είναι τέλειος, οπότε γιατί προσπαθείτε τόσο πολύ; Θα πρέπει να καταργήσετε αυτή τη ρομαντική ιδέα. Μην ξοδεύετε την ζωή σας προσπαθώντας να ζήσετε με τέτοια ιδανικά και αποδεχτείτε τον εαυτό σας ολοκληρωτικά.
  1. Μην χαραμίζετε το ταλέντο σας
Είναι το ξεχωριστό δώρο του Θεού και δεν πρέπει να χαραμίζεται με κάθε κόστος. Πάντα να κάνετε ότι καλύτερο μπορείτε.
  1. Ζήστε το τώρα
«Σκεφτόμαστε τα γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν, αυτά που μπορεί να συμβούν στο μέλλον και συνεχίζουμε να ανησυχούμε επειδή φανταζόμαστε πως υπάρχει κάποιος κίνδυνος.» Αυτή η πρόταση καταγράφει τις ανθρώπινες δυσκολίες όσο καλύτερα γίνεται. Ζήστε στο παρόν σχεδιάζοντας το μέλλον ή σκεφτείτε το παρελθόν και σκοτώστε την ευτυχία σας.
  1. Κανείς δεν νοιάζεται για το πόσο δύσκολη είναι η ζωή σας
Ναι δεν είστε μόνοι επειδή η ζωή είναι δύσκολη για όλους. Σταματήστε να σκέφτεστε πως τα προβλήματα σας είναι σημαντικότερα και να κλαίτε γι αυτά. Θα εκνευρίσετε τους άλλους με αυτόν τον τρόπο και βασικά, ελάχιστοι άνθρωποι θα νοιαστούν πραγματικά για τα προβλήματα σας, αλλά δεν θα θέλουν να ακούν γι αυτά όλη την ώρα.
  1. Μοιραστείτε την γνώση σας
Η γνώση μεγαλώνει ενώ μοιράζεται. Μάθετε καινούργια πράγματα και απευθυνθείτε και σε άλλους.
  1. Επενδύστε στον εαυτό σας
Όπως και ο Dr. Seuss είπε, «κανείς δεν είναι πιο ‘εσύ’ από εσένα», να είστε η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σας. Εστιάστε στο να περιποιείστε τον εαυτό σας μια στο τόσο.
  1. Όταν όλα πάνε χάλια, μην αντιδράσετε
Όταν κάτι δεν πάει καλά, μην αρχίσετε τις κατηγορίες. Όλα σχετίζονται με την αντίληψη. Προσπαθήστε να βρείτε την φωτεινότερη πλευρά σε κάθε κατάσταση και εστιάστε σε αυτή.
  1. Σταματήστε να ονειρεύεστε και δουλέψτε
Είναι εύκολο να δραπετεύσετε στον κόσμο των ονείρων. Τα όνειρα δεν αρκούν για να πετύχετε τους στόχους σας, η επιμονή και η πρακτική είναι το κλειδί. Μην κάθεστε και ελπίζετε πως τα πράγματα μαγικά θα διαμορφωθούν.
  1. Ο χρόνος είναι πιο πολύτιμος από τα χρήματα
24 ώρες είναι αρκετές για να κάνετε ανάλογα σχέδια εκτός και αν δεν είστε συγκεντρωμένοι. Στην εμμονή μας με τα χρήματα , ξεχνάμε να χρησιμοποιήσουμε τον χρόνο, τον μεγαλύτερο πόρο μας.
  1. Να είστε ευγνώμονες
Δεν μπορείτε να πετύχετε τα πάντα οπότε μάθετε να είστε ικανοποιημένοι. Εκτιμήστε τα μικρά πράγματα στη ζωή αντί να κλαίτε γι αυτά που δεν έχετε.
  1. Προσφέρετε χρόνο
«Θεραπεύστε τον κόσμο, κάντε τον ένα καλύτερο μέρος». Είναι δυνατό να τα προσφέρετε χρόνο στην κοινωνία. Μόνο τα χρήματα δεν έχουν αξία στην διαμόρφωση της κοινωνίας.
  1. Μην χάσετε τον εαυτό σας
Στο χαοτικό ταξίδι της ζωής, είναι εύκολο να παρασυρθείτε μακριά. Να θυμάστε ποιοι είστε και ποτέ μην τα παρατήσετε.
  1. Δεν θα πάρετε μαζί σας τα χρήματα όταν πεθάνετε
Ο θάνατος δεν κάνει διακρίσεις για το αν η ζωή σας είναι χάλια ή αν κερδίζετε όλο και περισσότερα. Αν ξεχάσατε να ζείτε έχετε χαραμίσει το ένα δώρο που σας έκανε ο Θεός. Αφιερώστε χρόνο στα πράγματα που έχουν σημασία.
Μάγεια Τ.
awakengr.com

Πέθανε ο συγγραφέας και φιλόσοφος Ουμπέρτο Έκο

Ο Ιταλός συγγραφέας και φιλόσοφος Ουμπέρτο Έκο, ο δημιουργός του πασίγνωστου μυθιστορήματος Το όνομα του Ρόδου, απεβίωσε σε ηλικία 84 ετών, μετέδωσαν τα ξημερώματα του Σαββάτου πολλά ιταλικά μέσα ενημέρωσης.


AdTech Ad

Ο Ουμπέρτο Έκο πέθανε την Παρασκευή περί τις 21:30 (22:30 ώρα Ελλάδας) στο σπίτι του, όπως ανέφερε στον ιστότοπό της η εφημερίδα La Repubblica, επικαλούμενη την οικογένειά του. Ο Ιταλός συγγραφέας, που ζούσε στο Μιλάνο, έπασχε από καρκίνο.

Γεννημένος στην Αλεσάντρια, στη βόρεια Ιταλία, την 5η Ιανουαρίου 1932, σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Τορίνου και η διδακτορική του διατριβή ήταν αφιερωμένη στο «ζήτημα της αισθητικής στον Θωμά τον Ακινάτη».

Ενώ πλησίαζε τα πενήντα του χρόνια, ο Έκο γνώρισε απρόσμενη επιτυχία με το πρώτο του μυθιστόρημα, που δημοσιεύθηκε το 1980: Το όνομα του Ρόδου πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα και μεταφράστηκε σε 43 γλώσσες.

Μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1986 από τον Γάλλο σκηνοθέτη Ζαν-Ζακ Ανό, με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι, στον ρόλο του αδελφού Γουλιέλμου της Μπάσκερβιλ, πρώην ιεροεξεταστή που αναλαμβάνει να ερευνήσει τον ύποπτο θάνατο ενός μοναχού σε ένα αβαείο της βόρειας Ιταλίας.

«Ο Ουμπέρτο Έκο, ένας από τους πιο διασημότερους διανοούμενους της Ιταλίας, είναι νεκρός», ήταν ο τίτλος στον ιστότοπο της εφημερίδας Corriere della Sera.

«Ο Ουμπέρτο Έκο υπήρξε μια σημαντική παρουσία στην ιταλική πολιτιστική ζωή των τελευταίων 50 ετών, αλλά το όνομά του παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο, σε διεθνές επίπεδο, με την τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του Το όνομα του Ρόδου», συνεχίζει η Κοριέρε ντέλα Σέρα.

«Ο κόσμος έχασε έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους του σύγχρονου πολιτισμού», ανέφερε στον ιστότοπό της η Ρεπούμπλικα. «Θα μας λείψει η ματιά του στον κόσμο», συνέχισε.

Ο Ουμπέρτο Έκο και άλλα μεγάλα ονόματα της ιταλικής λογοτεχνίας είχαν αποφασίσει τον περασμένο Νοέμβριο να αποχωρήσουν από τον ιστορικό εκδοτικό οίκο Bompiani, ο οποίος εξαγοράστηκε πρόσφατα από τον οίκο Mondadori — της οικογένειας Μπερλουσκόνι — και να ενταχθούν σε έναν νέο, ανεξάρτητο οίκο, τον La nave di Teseo («Το πλοίο του Θησέα», αναφορά στον βασιλιά της Αθήνας της ελληνικής μυθολογίας).

Πολύγλωσσος, παντρεμένος με Γερμανίδα, ο Έκο δίδασκε σε πολλά πανεπιστήμια, ειδικά στην Μπολόνια, όπου διατηρούσε την έδρα της σημειωτικής ως τον Οκτώβριο του 2007, όταν πήρε σύνταξη.

Ο Έκο είχε εξηγήσει πως ασχολήθηκε αργά με την λογοτεχνία διότι θεωρούσε τη συγγραφή μυθιστορημάτων ενασχόληση για παιδιά, κάτι «που δεν έπαιρνε στα σοβαρά».

Μετά Το όνομα του Ρόδου, ο Έκο δημοσίευσε μεταξύ άλλων Το εκκρεμές του Φουκώ (1988), Το νησί της προηγούμενης μέρας (1994), και τη Μυστηριώδη φλόγα της βασίλισσας Λοάνα (2004). Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, Φύλλο μηδέν (2014), η πλοκή εκτυλίσσεται στον κόσμο του ιταλικού Τύπου τη δεκαετία του 1990.

Έγραψε παράλληλα δεκάδες δοκίμια, επιδεικνύοντας συχνά μια τάση εκλεκτικισμού, για τη μεσαιωνική αισθητική, την ποιητική του Τζέιμς Τζόις, τον Τζέιμς Μποντ, την ιστορία της ομορφιάς αλλά και της ασχήμιας.

Ο Έκο, που δεν έκρυβε ότι ανήκει στην αριστερά, ήταν κάθε άλλο παρά ένας συγγραφέας κλεισμένος σε γυάλινο πύργο. Συνέχιζε να γράφει τακτικά μια στήλη στο εβδομαδιαίο περιοδικό L'Espresso.

Η ευρύτητα του πνεύματός του δεν τον εμπόδιζε να εξετάζει με κριτική ματιά την εξέλιξη της σύγχρονης κοινωνίας. «Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε σε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ, αφού είχαν πιει κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα. 

Τους αναγκάζαμε αμέσως να σωπάσουν, αλλά σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με ένα βραβείο Νόμπελ. Είναι η εισβολή των ηλιθίων», είχε πει, όπως υπενθύμισε η εφημερίδα Il Messaggero.

Ματτέο Ρέντσι για Έκο 

«Τεράστια απώλεια για τον πολιτισμό» χαρακτήρισε τον θάνατο του συγγραφέα Ουμπέρτο Έκο ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματτέο Ρέντσι, προσθέτοντας ότι «θα λείψει η γραφή του, η ανθρωπιά και η οξεία και ζωντανή σκέψη του».

Ο Ιταλός πρωθυπουργός, στο συλλυπητήριο τηλεγράφημα προς την οικογένεια του διεθνούς φήμης ανθρώπου του πολιτισμού προσθέτει ότι «αποτελούσε εξαιρετικό παράδειγμα ευρωπαίου διανοούμενου και κατάφερνε να ενώσει μια μοναδική εξυπνάδα σε ότι αφορά το παρελθόν, με μια ανεξάντλητη ικανότητα να προλαβαίνει το μέλλον».

«Μας άφησε ο Ουμπέρτο Έκο. Ένας γίγαντας που διέδωσε τον πολιτισμό μας σε όλο τον κόσμο. Νέος και δημιουργικός μέχρι την τελευταία ημέρα», έγραψε στο Twitter o Iταλός υπουργός πολιτισμού Ντάριο Φραντσεσκίνι.

Ο δε συγγραφέας και δημοσιογράφος Ρομπέρτο Σαβιάνο, από τους μεγαλύτερους εχθρούς του ιταλικού οργανωμένου εγκλήματος, γράφει, μέσω διαδικτύου, ότι «δεν θα ξεχάσει ποτέ το πόσο τον βοήθησε ο ‘Έκο», όταν «στις αρχές, ήταν άγνωστος και η ζωή του κινδύνευε να πέσει στον γκρεμό».

Ο πρόεδρος του ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, τέλος, υπογραμμίζει ότι «πέθανε ένας ευρωπαίος διανοούμενος απεριόριστης αξίας» και πως «ο Ουμπέρτο Έκο αφήνει μια κληρονομιά πολιτισμού, ιδεών, μυθιστορημάτων και διδαχών που θα ζήσουν αιωνίως».

news247.g

Κορνήλιος Καστοριάδης, Υστερόγραφο στην ασημαντότητα



Απ' όλα τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κόσμου -κρίσεις, αντιφάσεις, αντιθέσεις, τομές-, εκείνο που με εντυπωσιάζει περισσότερο είναι η ασημαντότητα.

Ας πάρουμε τη διαμάχη ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά. Στις ημέρες μας έχει χάσει το νόημα της. Όχι επειδή δεν υπάρχει υλικό, για να τροφοδοτηθεί μια πολιτική διαμάχη, και μάλιστα μια πολύ σοβαρή διαμάχη. Αλλά επειδή τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά, λίγο έως πολύ, λένε τα ίδια πράγματα.


ές λέγοντας "εγώ θα κάνω κάτι άλλο" και, τελικά, έκανε κι αυτός τα ίδια.
Οι πολιτικοί είναι ανίσχυροι. Αυτό είναι βέβαιο. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να "πηγαίνουν με το ρεύμα», δηλαδή να εφαρμόζουν μια υπερ-φιλελεύθερη πολιτική, η οποία είναι της μόδας. Κατά τη γνώμη μου, δεν πρόκειται για πολιτικούς αλλά για μικροπολιτικούς που επιδίδονται σε ψηφοθηρία με οποιοδήποτε μέσον, με το marketing, κ.λπ. Ουσιαστικά, αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα πρόγραμμα. 

Στόχος τους είναι: είτε η παραμονή τους στην εξουσία, είτε η επιστροφή τους σ' αυτήν. Και για να τον πετύχουν, είναι ικανοί για όλα. Ο Μπιλ Κλίντον, για παράδειγμα, στήριξε την προεκλογική του εκστρατεία αποκλειστικά και μόνον στις μετρήσεις· το επιτελείο του, σε κάθε περίπτωση, θεωρούσε ότι η επικρατούσα γνώμη μιας μέτρησης ταυτίζεται με την κοινή γνώμη...

Οπωσδήποτε, υπάρχει ενδογενής σχέση ανάμεσα στη μηδαμινή πολιτική αυτού του είδους -ουσιαστικά, πρόκειται για το μη γίγνεσθαι της πολιτικής- και στην ασημαντότητα που χαρακτηρίζει τους άλλους τομείς' την ασημαντότητα στις τέχνες, στη φιλοσοφία, στη λογοτεχνία. Είναι το πνεύμα του καιρού μας. Όλα συνεργούν προς αυτήν την κατεύθυνση, προς τα ίδια αποτελέσματα. Όλα οδηγούν στην ασημαντότητα.

Περίεργο επάγγελμα η πολιτική, ακόμη κι αυτή εδώ η μηδαμινή πολιτική. Γιατί; Διότι προϋποθέτει δύο ικανότητες που δεν συνδυάζονται μεταξύ τους.
Η πρώτη ικανότητα είναι η κατάκτηση της εξουσίας (μπορεί να έχει κανείς τις καλύτερες ιδέες, αλλά αυτό δεν χρησιμεύει, εάν δεν έχει κατακτήσει την εξουσία).
Η δεύτερη είναι, μετά την κατάκτηση της εξουσίας, να την αξιοποιήσει κανείς, δηλαδή να κυβερνήσει.

Τίποτα όμως δεν εγγυάται ότι κάποιος που είναι ικανός να κυβερνήσει, είναι επίσης ικανός να ανέβει στην εξουσία. Στο παρελθόν, στις απόλυτες μοναρχίες, η άνοδος στην εξουσία προϋπέθετε να κολακεύει κανείς τον βασιλιά ή να είναι ευνοούμενος της Μαντάμ Πομπαντούρ. Σήμερα, στις ψευδοδημοκρατίες μας, η άνοδος στην εξουσία προϋποθέτει να κολακεύει κανείς την κοινή γνώμη ή να έχει τηλεοπτική φωτογένεια.
Χρησιμοποίησα τον όρο «ψευδο-δημοκρατία», διότι ανέκαθεν πίστευα και πιστεύω ότι η λεγόμενη "αντιπροσωπευτική δημοκρατία" δεν είναι αληθινή δημοκρατία. Οι αντιπρόσωποι της ελάχιστα αντιπροσωπεύουν τους εκλογείς. Κατά κύριο λόγο, αντιπροσωπεύουν τον εαυτό τους, ιδιαίτερα συμφέροντα, λόμπυ, κ.λπ.  'Οταν λέμε ότι κάποιος με αντιπροσωπεύει για τέσσερα χρόνια, χωρίς να έχω τη δυνατότητα ανάκλησης του, αυτό σημαίνει ότι απεκδύομαι της κυριαρχίας μου. (Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ το έχει πολύ καλά διατυπώσει: "οι Άγγλοι νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι, επειδή εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους κάθε πέντε χρόνια, πλην όμως είναι ελεύθεροι μόνον μία ημέρα κάθε πέντε χρόνια - την ημέρα των εκλογών».)

Το πρόβλημα δεν είναι μήπως στις εκλογές γίνει νοθεία και αλλοιωθούν τα αποτελέσματα. Αλλού έγκειται το πρόβλημα. Οι εκλογές είναι υπονομευμένες, διότι οι επιλογές των ψηφοφόρων έχουν καθοριστεί εκ των προτέρων.

Θα σας θυμίσω μια φράση του Αριστοτέλη: "Ποιος είναι πολίτης; Πολίτης είναι ο ικανός να κυβερνήσει και να κυβερνηθεί".
Στη Γαλλία, υπάρχουν τριάντα εκατομμύρια πολίτες. Γιατί δεν είναι ικανοί να κυβερνήσουν; Διότι όλη η πολιτική ζωή στοχεύει ακριβώς στο να μη μαθαίνουν οι πολίτες πώς να κυβερνούν και, τελικά, να εμπιστεύονται στους ειδικούς το έργο της διακυβέρνησης. Υπάρχει δηλαδή μια αντι-πολιτική εκπαίδευση.  Ενώ οι άνθρωποι έπρεπε να αναλαμβάνουν όλων των ειδών τις πολιτικές ευθύνες και να παίρνουν ανάλογες πρωτοβουλίες, τελικά, εθίζονται στο να ακολουθούν και να ψηφίζουν τις πολιτικές επιλογές που άλλοι τους παρουσιάζουν έτοιμες.

Στις νεωτερικές κοινωνίες -ας πούμε από την εποχή της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης έως περίπου τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο- υπήρχαν φλέγουσες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις. Αυτούς τους δύο αιώνες τους σημάδεψαν σημαντικοί αγώνες. Τότε, οι άνθρωποι έκαναν διαδηλώσεις. Όμως δεν διαδήλωναν απλώς για μια σιδηροδρομική γραμμή (χωρίς αυτό να είναι περιφρονητέο), αλλά για μεγάλα πολιτικά ιδεώδη. Τότε, οι άνθρωποι έκαναν απεργίες. Όμως δεν απεργούσαν απλώς για τα μικρά συντεχνιακά συμφέροντα τους, αλλά για μεγάλα ζητήματα που αφορούσαν όλους τους μισθωτούς.

Σήμερα, παρατηρείται σαφής υποχώρηση της πολιτικής δραστηριότητας. Όσο οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την πολιτική δραστηριότητα και αποσύρονται στην ιδιωτική τους σφαίρα, τόσο οι γραφειοκράτες και οι μικροπολιτικοί προελαύνουν. Και οι τελευταίοι έχουν για δικαιολογία ότι "ο κόσμος δεν κάνει τίποτα... γι' αυτόν τον λόγο αναλαμβάνουμε εμείς πρωτοβουλίες...".

Με τη σειρά του ο κόσμος λέει ότι "δεν αξίζει τον κόπο να ανακατευόμαστε... φθάνουν τόσοι που ασχολούνται, στο κάτω-κάτω τι μπορούμε να κάνουμε εμείς;..." Και έτσι δημιουργείται φαύλος κύκλος.
Η υποχώρηση της πολιτικής δραστηριότητας συνδέεται και με την κατάρρευση των μεγάλοι πολιτικών ιδεολογιών, είτε επαναστατικών είτε ρεφορμιστικών, οι οποίες ήθελαν πραγματικά να αλλάξουν την κοινωνία. Για χίλιους δυο λόγους, αυτές οι ιδεολογίες έχασαν το κύρος τους- έπαψαν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών, στις προσδοκίες των ανθρώπων, στην κατάσταση της κοινωνίας, στην ιστορική εμπειρία.
Η κατάρρευση του κομμουνισμού και η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης είναι ένα κεφαλαιώδες γεγονός. Κατονομάστε μου όμως έστω έναν πολιτικό -για να μην πω πολιτικάντη- της Αριστεράς, ο οποίος πράγματι να συλλογίστηκε τι συνέβη και γιατί.Ποιος πολιτικός της Αριστεράς αποκόμισε κάποια διδάγματα από τα γεγονότα αυτά;

Κι όμως η πορεία του κομμουνισμού -η πορεία προς τη θηριωδία, τον ολοκληρωτισμό, τα Γκουλάγκ έως την κατάρρευση- απαιτεί οπωσδήποτε πολύ βαθύ στοχασμό και συναγωγή συμπερασμάτων. Στοχασμό, για το τι ένα κίνημα -που θέλει να αλλάξει την κοινωνία- μπορεί ή δεν μπορεί, πρέπει ή δεν πρέπει, οφείλει ή δεν οφείλει να κάνει. Στην προκειμένη περίπτωση οι κύριοι της Αριστεράς παίρνουν ένα ολοστρόγγυλο μηδέν.
Πώς δημιουργείται, λοιπόν, ο καλός πολίτης; Ποιες ιδιότητες πρέπει να διαθέτει; Πρέπει να έχει γενικές ή ειδικές γνώσεις; Και τελικά, ποιοι πολίτες πρέπει να κυβερνούν; Αυτό το δίλημμα έχει τεθεί από τον Πλάτωνα.
Ο Πλάτων έλεγε ότι οι φιλόσοφοι -αυτοί που έχουν γενική θεώρηση των πραγμάτων και είναι πάνω από τους ειδικούς- πρέπει να βασιλεύουν, δηλαδή να κυβερνούν. Η εναλλακτική λύση στις θέσεις του Πλάτωνος είναι η αθηναϊκή δημοκρατία.

Ας πάμε στην Αθήνα του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα. Για τους Αθηναίους εκείνης της εποχής κάθε πολίτης, ανεξαιρέτως κάθε πολίτης, είναι ικανός να κυβερνήσει (θυμίζω ξανά τη διατύπωση του Αριστοτέλη: "πολίτης είναι ο ικανός να κυβερνήσει και να κυβερνηθεί»).

Και πώς γίνεται αυτό; Με κλήρωση! Ρίχνουν κλήρο!


Γιατί; Διότι πιστεύουν έμπρακτα ότι η πολιτική δεν είναι υπόθεση των ειδικών. Διότι πιστεύουν ότι δεν υπάρχει πολιτική επιστήμη. Υπάρχει μόνον γνώμη - "δόξα"στα αρχαία ελληνικά- περί της πολιτικής. Και θέλω να υπογραμμίσω ότι η ιδέα πως η πολιτική δεν αποτελεί υπόθεση των ειδικών και πως όλες οι γνώμες έχουν ίσην αξία, είναι η μόνη λογική δικαιολόγηση της αρχής της πλειοψηφίας.

Στην αρχαία Αθήνα, λοιπόν, τις πολιτικές αποφάσεις τις παίρνει ο λαός και όχι οι ειδικοί. Υπάρχουν όμως και εξειδικευμένες δραστηριότητες. Οι Αθηναίοι ασφαλώς δεν ήταν τρελοί να νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα...
Τι έκαναν, τότε, οι πολίτες της αρχαίας Αθήνας σε σχέση με αυτό το θέμα; Πώς το αντιμετώπισαν; Έκαναν κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Δημιούργησαν τις εκλογές. Σωστά ή λάθος, πάντως τις δημιούργησαν. Και αυτό είναι γεγονός ιστορικά τεκμηριωμένο.
Για τις εξειδικευμένες δραστηριότητες και μόνον γι' αυτές -για την κατασκευή ναυπηγείων, για την ανέγερση ναών, για τη διεξαγωγή του πολέμου- χρειάζονται οι ειδικοί! Και αυτούς, τους ειδικούς, οι Αθηναίοι πολίτες τους εκλέγουν! Να ποιο είναι το νόημα των εκλογών. Διότι εκλογές σημαίνει εκλογή των καλυτέρων.

Αλλά πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο; Πώς επιτυγχάνεται η εκλογή των καλυτέρων; Εδώ υπεισέρχεται ο όρος «εκπαίδευση του λαού». Ο λαός καλείται να επιλέξει, να εκλέξει. Οι Αθηναίοι, λοιπόν, εκλέγουν κάποιον για πρώτη φορά. 'Εστω ότι κάνουν λάθος. '


Εστω, ότι διαπιστώνουν, για παράδειγμα, πως ο Περικλής είναι ένας θλιβερός στρατηγός. Τι κάνουν σε μιαν τέτοια περίπτωση; Απλούστατα, δεν τον ξαναεκλέγουν ή τον ανακαλούν. Όμως, προκειμένου να έχει ουσία η γνώμη -η «δόξα»- των πολιτών για τα κοινά, θα πρέπει να έχει καλλιεργηθεί. Αλλά με ποιον τρόπο καλλιεργούν τη "δόξα" τους τη σχετική με τη διακυβέρνηση οι Αθηναίοι πολίτες; Μα βέβαια κυβερνώντας! Ως εκ τούτου, η αθηναϊκή δημοκρατία -και αυτό είναι το σημαντικό αποτελεί μια υπόθεση εκπαίδευσης και αγωγής των πολιτών. (Αυτή η καίριας σημασίας διάσταση, καθώς όλοι γνωρίζουμε, λείπει εντελώς σήμερα.)

Πρόσφατα, ένα γαλλικό περιοδικό δημοσίευσε τα αποτελέσματα μιας έρευνας, σύμφωνα με την οποία το 60% των βουλευτών στη Γαλλία ομολογούν ότι δεν έχουν ιδέα από οικονομία! Πρόκειται για τους βουλευτές, που αποφασίζουν να αυξηθούν ή να μειωθούν οι φόροι, που αποφασίζουν συνεχώς, ενώ δεν έχουν ιδέα από οικονομία...Τελικά, οι βουλευτές, όπως και οι υπουργοί, είναι υπόδουλοι των τεχνικών συμβούλων τους. Συμβουλεύονται τους δικούς τους ειδικούς, πλην όμως έχουν και οι ίδιοι προκαταλήψεις ή προτιμήσεις.

Εάν παρακολουθήσετε από κοντά τη λειτουργία μιας κυβέρνησης ή ενός μεγάλου γραφειοκρατικού μηχανισμού, θα διαπιστώσετε ότι οι κυβερνώντες και οι υπεύθυνοι εμπιστεύονται τους ειδικούς. Ωστόσο, επιλέγουν πάντα εκείνους τους ειδικούς που συμμερίζονται τις δικές τους απόψεις. Πάντα βρίσκεται ένας οικονομολόγος που θα πει "ναι, κύριε υπουργέ, όπως το λέτε πρέπει να γίνει". Πάντα βρίσκεται ένας ειδικός για θέματα στρατιωτικά που θα πει «ναι, χρειάζεται πυρηνικός εξοπλισμός» ή «όχι, δεν χρειάζεται πυρηνικός εξοπλισμός » και ούτω καθεξής... 

Πρόκειται για ένα εντελώς ανόητο παιχνίδι, πλην όμως έτσι κυβερνόμαστε σήμερα.
Επανέρχομαι στο δίλημμα: «ο πολίτης πρέπει να έχει γενικές ή ειδικές γνώσεις;». Η δική μου απάντηση: πρώτον, οι ειδικοί στην υπηρεσία των πολιτών και όχι στην υπηρεσία κάποιων πολιτικών δεύτερον, οι πολίτες κυβερνώντας μαθαίνουν να κυβερνούν... Αλλά, για να είναι σε θέση οι άνθρωποι να ασχοληθούν με τα κοινά, θα πρέπει να έχουν λάβει την ανάλογη παιδεία. Όμως, η σύγχρονη παιδεία δεν έχει απολύτως καμία σχέση με αυτό το αίτημα. Στο σχολείο, ουσιαστικά, παίρνουμε εξειδικευμένες γνώσεις. Το σχολείο θα έπρεπε να είναι ιδιαιτέρως στραμμένο στα κοινά.
Στο σχολείο θα έπρεπε να αναλύεται σε βάθος κάθε τι που αφορά τους οικονομικούς, τους κοινωνικούς και τους πολιτικούς μηχανισμούς. Θα έπρεπε να υπάρχουν μαθήματα πραγματικής ανατομίας της σύγχρονης κοινωνίας.

Αλλά τι λέω τώρα... Εδώ τα σχολεία είναι ανίκανα να διδάξουν ακόμη και Ιστορία. Τα παιδιά βαριούνται στο μάθημα της Ιστορίας, ένα μάθημα που θα έπρεπε να είναι συναρπαστικό.

Πολλά πράγματα πρέπει να αλλάξουν, εάν θέλουμε να μιλήσουμε για αληθινή εκπαιδευτική δραστηριότητα στο πολιτικό πεδίο. Κάτι τέτοιο, προϋποθέτει αλλαγή των θεσμών. Προϋποθέτει νέους θεσμούς που να επιτρέπουν -και όχι να αποτρέπουν, όπως οι σήμερον ισχύοντες- την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.
Ας εξετάσουμε, τώρα, για λίγο, τη σχέση του ανθρώπου με τη γνώση και με την πίστη. Στον 20ό αιώνα γνωρίσαμε την άκρατη κυριαρχία της ιδεολογίας -της ιδεολογικής πίστης- με την αυστηρή έννοια και, θα έλεγα, με την κακή έννοια του όρου.


Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από τη δεκαετία του '70. Ας πάρουμε τις μαοϊκές ομάδες. Το πρόβλημα με τους μαοϊκούς δεν έγκειται στην άγνοια τους για το τι πραγματικά συνέβαινε στην Κίνα. Οι μαοϊκοί, είτε είχαν μυηθεί στο δόγμα από τους καθοδηγητές τους, είτε το είχαν δεχτεί από μόνοι τους χωρίς την παρεμβολή τρίτων. Το πρόβλημα λοιπόν βρίσκεται στο ότι οι ίδιοι -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- αποδέχτηκαν μιαν τέτοιου τύπου χειραγώγηση. Γιατί; Για ποιον λόγο; Διότι ήταν ανάγκη να είναι χειραγωγημένοι. Διότι είχαν ανάγκη να πιστεύουν. 

Και αυτό ακριβώς το θέμα ήταν ανέκαθεν η μεγάλη πληγή του επαναστατικού κινήματος.
Η γνώση και η πίστη. Ο Αριστοτέλης, στον οποίο συνεχώς αναφέρομαι και για τον οποίο έχω απέραντο σεβασμό, έχει πει κάτι - δεν μπορώ να πω ότι είναι ανοησία, δεδομένου ότι πρόκειται για τον Αριστοτέλη, που δεν είναι σωστό: "ο άνθρωπος είναι ζώον, το οποίο επιθυμεί τη γνώση". Δεν συμφωνώ.

Από την πλευρά μου υποστηρίζω ότι ο άνθρωπος δεν είναι ζώον, το οποίο επιθυμεί τη γνώση, αλλά ζώον το οποίο επιθυμεί την πίστη και, ακριβέστερα, τη βεβαιότητα μιας πίστης' εξ ου η μεγάλη δύναμη των θρησκειών, εξ ου η μεγάλη δύναμη των πολιτικών ιδεολογιών.

Στο ξεκίνημα του, το εργατικό κίνημα χαρακτηριζόταν από έντονα κριτική στάση. Θυμηθείτε τους δύο πρώτους στίχους από το δεύτερο κουπλέ της Διεθνούς, που εξ άλλου είναι ο ύμνος της Κομμούνας: "δεν υπάρχει υπέρτατος Σωτήρας ούτε Θεός" (άρα, εξοβελίζεται η θρησκεία), "δεν υπάρχει Καίσαρ ούτε Αρχηγός" (άρα, έξω κι ο Λένιν)! Είδαμε όμως τι επακολούθησε .... 

Είδαμε πού οδήγησε η ανάγκη για πίστη... Άραγε, μετά από όλα όσα έχουν συμβεί, γίναμε σήμερα τουλάχιστον λίγο πιο σοφοί; Νομίζω ότι η εξέλιξη στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης καθώς και η εξέλιξη γενικώς της κοινωνίας έχουν συμβάλει, ώστε να αποκτήσουν οι άνθρωποι κάπως πιο κριτική διάθεση. Βέβαια, η ανάγκη για πίστη παραμένει. Υ'πάρχει πάντα ένα ποσοστό που διακαώς αναζητεί την πίστη' μιαν πίστη. 'Ετσι, βλέπουμε σε άλλες χώρες -όχι τόσο στη Γαλλία- φαινόμενα και, κινήματα, όπως η σαϊεντολογία, οι διάφορες σέχτες, ο φονταμενταλισμός.
Χωρίς αμφιβολία, σήμερα, η στάση των ανθρώπων είναι πιο κριτική και πιο σκεπτικιστική από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Είναι όμως μια στάση που αναστέλλει τη δράση.

Στο σημείο αυτό θα θυμήσω ότι ο Περικλής στον Επιτάφιο λέει στους Αθηναίους πως μόνον αυτοί έχουν κατορθώσει, ώστε η σκέψη τους να μην αναστέλλει τη δράση τους! Καταπληκτικό! Και προσθέτει: "εις τους άλλους, αντιθέτως, η μεν αμάθεια γεννά θράσος, η δε σκέψις ενδοιασμόν». (Θουκιδίδου Ιστορίαι, μτφ. Ελ. Βενιζέλου, Βιβλίο Β', κεφ. 38-41.)
Τις τελευταίες δεκαετίες διανύουμε μιαν περίοδο κατάργησης των φραγμών και των ορίων σε όλους τους τομείς. Αυτό συνεπάγεται την επιθυμία του απεριόριστου. 

Πρόκειται για μια μορφή απελευθέρωσης, που υπό μιαν έννοια αποτελεί μεγάλη κατάκτηση. Πρέπει όμως επίσης να μάθουμε -και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία- να αυτοπεριοριζόμαστε, τόσο ως άτομα όσο και ως σύνολο. Η καπιταλιστική κοινωνία σήμερα είναι μια κοινωνία που από κάθε άποψη οδεύει προς την καταστροφή της' μια κοινωνία ανίκανη να αυτοπεριοριστεί. Όμως μια πραγματικά ελεύθερη κοινωνία, μια κοινωνία αυτόνομη, πρέπει να ξέρει να αυτοπεριορίζεται.

Ο αυτοπεριορισμός ισοδυναμεί με απαγόρευση, θα υποστηρίξουν ορισμένοι. Όχι. Δεν εννοώ απαγόρευση με την έννοια της καταστολής. Εννοώ, να ξέρουμε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να τα επιθυμούμε ή που δεν πρέπει να τα κάνουμε.

Παράδειγμα, το περιβάλλον. Καταστρέφουμε τον πλανήτη, στον οποίο ζούμε. Σκέφτομαι τα θαύματα: το Αιγαίο Πέλαγος, τις χιονισμένες οροσειρές, την «όψη» του Ειρηνικού ωκεανού από μια γωνιά της Αυστραλίας, το Μπαλί, τις Ινδίες, την επαρχία της Γαλλίας που την ερημώνουμε. Όσα θαύματα, τόσες καταστροφές. Καταστρέφουμε τον πλανήτη, ενώ θα έπρεπε να είμαστε οι κηπουροί του. Θα έπρεπε να τον θεραπεύουμε, δηλαδή να τον καλλιεργούμε και να τον φροντίζουμε έτσι όπως είναι. Μια τέτοια δραστηριότητα θα έπρεπε να αποτελεί βάση και προσανατολισμό της ζωής μας. Αλλά αυτή είναι πολύ δύσκολη αποστολή.

Προφανώς όμως όλα τα παραπάνω δεν έχουν σχέση ούτε με το σημερινό σύστημα, ούτε με το σημερινό κυρίαρχο φαντασιακό. Το φαντασιακό της εποχής μας είναι το φαντασιακό της απεριόριστης επέκτασης και της συσσώρευσης άχρηστων πραγμάτων... Δηλαδή; Δηλαδή, μια τηλεόραση σε κάθε δωμάτιο, ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής σε κάθε δωμάτιο και ούτω καθεξής. Σ' αυτό το φαντασιακό στηρίζεται το σύστημα. Και είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να καταστραφεί.

Τι θα μπορούσε λοιπόν να προτείνει κανείς για τη σημερινή κατάσταση, δεδομένου ότι είναι πολύ εύκολο να παρασυρθούμε, να αφεθούμε; (Ως γνωστόν, ο άνθρωπος είναι ζώον οκνηρόν.) θα καταφύγω και πάλι στους αρχαίους. Υπάρχει μια υπέροχη φράση του Θουκυδίδη: "πρέπει να δικλέξουμε ανάμεσα στην οκνηρία και την ελευθερία»! Αλλά και ο Περικλής, εάν δεν κάνω λάθος, έλεγε στους Αθηναίους: «εάν θέλετε να είστε ελεύθεροι, πρέπει να εργάζεστε»!


Η ελευθερία είναι δραστηριότητα. Μια δραστηριότητα, η οποία ξέρει τα όρια της, ξέρει να αυτοπεριορίζεται. Η ελευθερία γνωρίζει ότι όλα μπορεί να τα κάνει, αλλά επίσης γνωρίζει ότι δεν πρέπει να τα κάνει όλα. Αυτό είναι, για μένα, το μεγάλο πρόβλημα της δημοκρατίας και του ατομικισμού.

Tο σημαίνον και το σημαινόμενον J.L.

Tο σημαίνον και το σημαινόμενον J.L.



Ο Λακάν χρησιμοποιεί ως αφετηρία τη θεωρία του σημείου του Φερντινάν ντε Σωσύρ, θεμελιωτή της σύγχρονης γλωσσολογίας. 

Μέσα απ’ αυτήν θέλει να ξαναδιαβάσει τη θεωρία των παραστάσεων του Φρόυντ, μια θεωρία που ο πατέρας της ψυχανάλυσης επεξεργάστηκε δίχως να γνωρίζει την πρόοδο της σύγχρονης δομικής γλωσσολογίας. 

Ο Σωσύρ προτείνει το ακόλουθο σχήμα: ↑ Σημαινόμενο ↓ Σημαίνον

Το σημείο θεωρείται ως μια ενότητα που περιλαμβάνει μια έννοια και μια ακουστική εικόνα, αντίστοιχα το σημαινόμενο και το σημαίνον. Το γλωσσικό σημείο δε συνδέει ένα πράγμα μ’ ένα όνομα, αλλά μια έννοια με μια ακουστική εικόνα.

Ο Λακάν αμφισβήτησε αυτή την ενότητα, διαγράφοντας την έλλειψη που περικλείει τους δύο όρους. Αντίθετα, τονίζει την τομή τους, τη διαχωριστική γραμμή που αντιδιαστέλλει σημαινόμενο και σημαίνον. Επιπλέον, αντιμεταθέτει τους δύο όρους, δίνοντας την παραπάνω θέση και την προτεραιότητα στο σημαίνον, γράφοντας: S (σημαίνον)1 , S (σημαινόμενο)

Αυτή η διαχωριστική γραμμή έχει τις επιπτώσεις της. Σημαίνει ότι όταν μιλά το υποκείμενο δε συλλαμβάνει αυτό που λέμε. Επίσης, το σημαίνον θα διακριθεί από το σημείο. 


Ο Λακάν όρισε το σημείο ως αυτό «που αναπαριστά κάτι για κάποιον». Αντίθετα, το σημαίνον είναι αυτό «που αναπαριστά το υποκείμενο για ένα άλλο σημαίνον». Πράγματι, το σύνολο των σημαινόντων του Άλλου αναπαριστά το υποκείμενο. 
Πέρα από αυτό το στίγμα που του δίνουν δύο συντεταγμένες, δύο τουλάχιστον από τα σημαίνοντα του Άλλου, άλλη υπόσταση δεν μπορεί να έχει. Επίσης, τα σημαίνοντα διαφοροποιούνται μεταξύ τους. 
Ο Σωσύρ θέτει ότι στη γλώσσα δεν υπάρχουν παρά διαφορές, ότι δηλαδή η αξία ενός σημαίνοντος έγκειται στη διαφορά του σε σχέση με τα άλλα, στο γεγονός ότι ένα άλλο σημαίνον δε βρίσκεται στη θέση που καταλαμβάνει το ίδιο. 

Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να θέσουμε ένα σημαίνον, έστω S1, από μόνο του. Μπορούμε να το θέσουμε στις διαφοριστικές του σχέσεις με ένα άλλο, έστω S2 (ή γενικότερα, στη διαφορά του με όλα τα άλλα). Ας θεωρήσουμε ένα υποκείμενο σε κάθε σύνδεσή του με διαφορετικά σημαίνοντααπό το απόθεμα του Άλλου. 

Έτσι, παραδείγματος χάριν, το «βαφτιστικό» που έδωσε στο υποκείμενο ο Άλλος θα συνδεθεί με το επίσης δοτό παρώνυμο και το επώνυμο του Άλλου.

Το υποκείμενο παράγεται από αυτή την ονομασία και τίθεται ως υπο – κείμενο του σημαίνοντος. Μπορούμε άρα να γράψουμε: S1 → S2 $ Για τον Σωσσύρ ο παραδοσιακός όρος «σύμβολο», που απωθεώνεται στην ψυχαναλυτική ερμηνευτική, στον βαθμό που συνεπάγεται μια «φυσική», οργανική σχέση με την πραγματικότητα, δεν είναι μέσα στη γλώσσα του γλωσσολόγου. Οι ήχοι γίνονται γλώσσα όταν εκφράζουν και μεταφέρουν ιδέες. 
Για ν’ ανταποκρίνονται σ’ αυτή τη λειτουργία, πρέπει ν’ αποτελούν μέρος ενός συστήματος συμβάσεων, «σημείων». Το σημείο είναι η ενότητα μιας μορφής που σημασιοδοτεί και τα δύο συστατικά του είναι το σημαινόμενο (Signifie – η ιδέα) και το σημαίνον (Signifiant – η ακουστική εικόνα).

Η πρώτη αρχή αυτής της θεωρίας είναι πως το σημείο είναι αυθαίρετο. Ένας ιδιαίτερος συνδυασμός σημαίνοντος και σημαινομένου είναι μια αυθαίρετη οντότητα. Δεν υπάρχει εσωτερικός λόγος για τη σύνδεση ενός απ’ τα σημαίνοντα με μια ιδέα. 


Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η γλώσσα είναι μια απλή ονοματοποιία, εφαρμοζόμενη σ’ ανεξάρτητα, αναλλοίωτα υπάρχουσες ιδέες. Στην ιστορική τους εξέλιξη, οι ίδιες οι ιδέες αλλάζουν όρια, μετατίθενται και δεν υπάρχει σταθερή ιδιότητα που πρέπει να διατηρεί μια ιδέα, για να είναι το διαχρονικό σημαινόμενο ενός αυθαίρετου σημαίνοντος. 
Το σημαινόμενο μπορεί να πάρει οποιαδήποτε μορφή, δεν διαθέτει πάγιο πυρήνα νοήματος που να το εξασφαλίζει. Σημαίνοντα και σημαινόμενα είναι αυθαίρετα, σχετικές ή «διαφορετικές» μονάδες. 

Η γλώσσα θέτει μια αυθαίρετη σχέση ανάμεσα σε σημαίνοντα της εκλογής της. 
Οι ιδέες είναι αυθαίρετες υποδιαιρέσεις ενός «συνεχούς» (CONTINUUM), όπως τα χρώματα υποδιαιρέσεις του φάσματος. Είναι μέλη μιας δομής και ορίζονται απ’ τη σχέση τους με τα άλλα μέλη της δομής. Για τον Σωσσύρ, οι σχέσεις της γλώσσας σαν συμβατικού συστήματος απονομής νοήματος, ισοδυναμούσαν μ’ ένα κλάσμα, όπου η ιδέα (το σημαινόμενο) τέμνονταν απ’ την ακουστική της εικόνα (το σημαίνον). 
Οι δομικές της συνάφειες ήταν μια εξίσωση: Γλώσσα = βασική γλώσσα, μείον τον λόγο (τη λαλιά) και σ’ αυτή την εξίσωση προσδιορίζονταν το πεδίο εφαρμογής της γλωσσολογικής έρευνας που θα έπρεπε ν’ αναγνωρίσει την αυθαίρετη (θεσμική) καθιέρωση της γλώσσας και να είναι «συγχρονικής» συντακτική. 
Ο Λακάν φτάνει στον Φρόυντ μέσα απ’ το φίλτρο της δικής του κριτικής του Σωσσύρ που περιέχει τη φαινομενολογική «εμπροθετικότητα» στη γένεση του νοήματος. Η γλώσσα σαν σημείο, βασιζόμενη στο δεσμό της με την ιδέα του αντικειμένου, κινδυνεύει να μπερδέψει το σημαινόμενο με το αντικείμενο και να ξεχάσει ότι είναι καμωμένη από σημαίνοντα, όχι σημεία, και δεν θέτει ποτέ ένα ερώτημα κώδικα, αλλά μιας συστοιχίας σημαινόντων. Επί πλέον, αυτό που ενδιαφέρει στη γλώσσα είναι κυρίως η εμπρόθετη πράξη, ο λόγος (PAROLE), η «θεμελιώδης υπερυποκειμενικότητα του σημαινομένου». Λόγος άδειος ή λόγος πλήρης. 

Το ασυνείδητο, σαν θησαυροφυλάκιο της υπερυποκειμενικότητας του μεστού λόγου, έχει τη δομή της γλώσσας και τα δίκτυά της. «Το πρώτο δίκτυο, του σημαίνοντος, είναι η συγχρονική δομή του υλικού της γλώσσας, στον βαθμό που κάθε στοιχείο αποκτά την ακριβή του χρήση όντας διαφορετικό από τα άλλα αυτή είναι η αρχή της κατανομής που μόνη ρυθμίζει τη λειτουργία των στοιχείων της βασικής γλώσσας στα διάφορα επίπεδά της, απ’ το φωνημικό ζευγάρι αντιθέσεων [FORT – DA], στις σύνθετες εκφράσεις, όπου το καθήκον της σύγχρονης έρευνας είναι ν’ αποδεσμεύσει τις σταθερές μορφές.

Το δεύτερο δίκτυο, του σημαινομένου, είναι το διαχρονικό σύνολο λόγου (DISCOURS) με συγκεκριμένη προφορά, δίκτυο που αντιδρά ιστορικά στο πρώτο, με τον ίδιο τρόπο που η δομή του πρώτου διέπει τα μονοπάτια του δεύτερου. 


Εδώ ό,τι επικρατεί, είναι η ενότητα της σημασίας (SIGNIFICATION), που καθιερώνεται έτσι, ώστε να μην διαλύεται ποτέ σε μια καθαρή ένδειξη του Πραγματικού, αλλά αναφέρεται πάντοτε σε μιαν άλλη σημασία. 

Οι σημασίες συνθέτουν σειρές περικλείοντάς τις στο σημαίνον. κι αν ο ιστός τους καλύπτει πάντα αυτές τις σειρές, ώστε να υπερεκχειλίζει από πάνω τους, είναι γιατί η σειρά του συμαίνοντος δεν είναι σημασία κανενός. Αυτό το σημείο επιβεβαιώνει πως η γλώσσα είναι πάντα διαλεκτική κίνηση. 

Η αντιστροφή της γλωσσιολογικής παράστασης του Σωσσύρ Σημαινόμενο με τον αλγόριθμο Σ (Σημαίνον), Σημαίνον -Σημαινόμενο. 

Είναι η φυσική συνέπεια της προτεραιότητας της Συμβολικής τάξης. Αλλά αυτή η μεταξίωση δεν είναι ειρωνεία στο θετικισμό της πραγματικότητας που νομίζει ότι προμηθεύει η ίδια στο υποκείμενο το νόημά της. Το σημαινόμενο για το Λακάν δεν είναι απλώς η «παράσταση του πράγματος», η ιδέα του, το νόημα του σημαίνοντος. 

Το «νόημα» δεν είναι παρά ένα άλλο σημαίνον, μια άλλη λέξη. Σημαίνοντα και σημαινόμενα, «γλιστρώντας» διαρκώς στην τσουλήθρα της γλώσσας, έτσι ώστε ένα σημαίνον να συνδέεται σε μια δοσμένη στιγμή, έτσι ώστε ένα σημαίνον να συνδέεται σε μια δοσμένη στιγμή μ’ ένα ή περισσότερα σημαινόμενα κι αντίστροφα, παράγουν την πολυσημία του γλωσσικού οργάνου.
Ο αλγόριθμος της γλώσσας επιτρέπει την εξακρίβωση των σχέσεων ανάμεσα στα σημαίνοντα και το προϊόν αυτών των σχέσεων, τη γένεση του σημαινομένου.Η ζωή του υποκειμένου, τα σύμβολά της, τα συμβολικά της συμπτώματα είναι μια καθαρή λειτουργία του σημαίνοντος, εξαρτώνται απ’ τις ζυμώσεις μέσα στις δομές του. «Δεν υπάρχει στο σημαινόμενο τίποτα… που να μην παρουσιάζεται με το αποτύπωμα του σημαίνοντος, μ’ όλες τις ολισθήσεις (GLISSEMENTS) του νοήματος που προκύπτουν απ’ αυτό και που συνιστούν τον συμβολισμό».


Ο Λακάν παραπέμποντας στον Ρ. Γιάκομπσον, ταξινομεί αντίστοιχα τη συμπύκνωση και τη μετάθεση σαν «μεταφορά» και «μετωνυμία». Η μεταφορική δομή Σ΄είναι υπεύθυνη για το πέρασμα ενός ιδιαίτερου σημαίνοντος (Σ) στο σημαινόμενο (σε σ), για την έκπτωσή του κάτω απ’ τη μπάρα της λογοκρισίας, την απώθησή του. 


Ο έκδηλος στη συνειδητή γλώσσα όρος (το Σ΄) παριστάνει την παρεφθαρμένη «επιστροφή του απωθημένου» (Φρόυντ), το σύμπτωμα, μια συμπύκνωση δύο τουλάχιστον όρων σ’ έναν υποκατάστατο. 

Η μετωνυμία Σ…Σ΄είναι μια μετάθεση από σημαίνον σε σημαίνον. σ Αλλά αφού ο αρχικός όρος που προσδιορίζει τη διαδικασία της μετάθεσης παραμένει λανθάνων κι ανεξιχνίαστος, η μετωνυμία ανταποκρίνεται κι αυτή λειτουργικά στις ορέξεις της λογοκρισίας που μεταμφιέζει την κεφαλαιώδη «επιθυμία» του υποκειμένου στην κοινωνική αποδοχή ενός «αιτήματος», χρησιμοποιώντας τη συνάφειά τους. 

Η γλώσσα μετατρέπει τη βιολογική «ανάγκη» σε «επιθυμία» και ύστερα την περνάει απ’ τα μονοπάτια του σημαίνοντος και την εκδηλώνει σαν ικεσία ή σαν «αίτημα» που έχει θέμα, μα στερείται όντος. Η σχέση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην τάξη της γλώσσας, από εκεί εξαρτώνται και οι δύο όροι. 

Ο Λακάν, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα χαλιναγώγησης της αρχής της ηδονής στη Συμβολική αρχή του «σημαίνοντος» (: της Γλώσσας), ένα πρόβλημα υποταγής της ατομικιστικής αναρχίας στην τάξη της αμοιβαιότητας – διϋποκειμενικότητας, πλησιάζει την εγελιανή έκδοση της επιθυμίας: «Αυτή καθ’ εαυτήν η επιθυμία του ανθρώπου, μας λέει [ο Χέγκελ], δημιουργείται κάτω απ’ το σημείο της μεσολάβησης. είναι η επιθυμία να κάνει την επιθυμία του ν’ αναγνωριστεί. 

Το αίτημα είναι στην άκρη των μετωνυμικών μεταμφιέσεων της επιθυμίας. Είναι η μετάθεσή της, ο τρόπος της να κρύβεται και ταυτόχρονα να φανερώνεται, ν’ απουσιάζει και μ’ όλα αυτά να απαιτεί. 

Η μετωνυμία της επιθυμίας (τα αιτήματα) και η μεταφορά της (τα συμπτώματα που την υπερπροσδιορίζουν) είναι ο «λόγος της επιθυμίας», άδειος, φανταστικός, αλλά λόγος: «Η επιθυμία είναι ένα αποτέλεσμα στο υποκείμενο εκείνης της κατάστασης που του επιβάλλεται απ’ την ύπαρξη του λόγου, ώστε να κάνει την ανάγκη του να περάσει απ’ τα μονοπάτια του σημαίνοντος». 

Το σύμπτωμα, λέει ο Λακάν, είναι χαραγμένο στο σώμα «Το σύμπτωμα είναι το σημαίνον ενός σημαινομένου απωθημένου απ’ τη συνείδηση του υποκειμένου. Ένα σύμβολο γραμμένο στην άμμο της σάρκας». 

Η εικόνα υποδηλώνει το σημειωτικό ταξίδι του συμπτώματος. Τι είναι ένα σημαίνον; Ένα σημαίνον είναι αυτό που εκπροσωπεί ένα υποκείμενο. Για ποιον; Όχι για ένα άλλο υποκείμενο, αλλά για ένα άλλο σημαίνον. 

Το να πιστεύουμε όμως ότι κάθε σημαίνον απευθύνεται σε μας, είναι λάθος – και η απόδειξη είναι ότι μπορεί να μην καταλαβαίνουμε και τίποτα. Τα ορίζουμε ως σημαίνοντα, γιατί είμαστε βέβαιοι ότι το καθένα απ’ αυτά τα σημαίνοντα αναφέρεται στο καθένα από τα άλλα. 

Περί αυτού λοιπόν πρόκειται στη σχέση του υποκειμένου με το πεδίο του Άλλου. Το υποκείμενο γεννιέται εφόσον στο πεδίο του Άλλου εμφανίζεται το σημαίνον. Αλλά, ακριβώς γι’ αυτό, εκείνο – που, προηγουμένως, δεν ήταν τίποτα, παρά μελλοντικό υποκείμενο – παγιοποιείται σε σημαίνον. 

Το παν αναδύεται από τη δομή του σημαίνοντος. 

Η δομή αυτή θεμελιώνεται απ’ αυτό που ονομάζεται λειτουργία της τομής. 

Η ψυχανάλυση μας υπενθυμίζει ότι τα γεγονότα της ανθρώπινης ψυχολογίας είναι αδιανόητα δίχως τη λειτουργία του υποκειμένου που ορίζεται ως αποτέλεσμα του σημαίνοντος. 

Πρέπει να τονίσουμε, ότι ένα σημαίνον είναι αυτό που αντιπροσωπεύει ένα υποκείμενο για ένα άλλο σημαίνον. Το σημαίνον παραγόμενο στο πεδίο του Άλλου κάνει να αναδύεται το υποκείμενο της σημειοδότησής του. 

Αλλά δεν λειτουργεί ως σημαίνον παρά περιορίζοντας το υποκείμενο σε ένσταση, στο να μην είναι παρά ένα σημαίνον πετρώνοντάς το με την ίδια κίνηση που το καλεί να λειτουργήσει, να μιλήσει, ως υποκείμενο. 

Η ερμηνεία δεν είναι ευλύγιστη σε κάθε νόημα. Δεν δείχνει παρά μια μόνη ακολουθία σημαινόντων. 

Αλλά το υποκείμενο μπορεί πράγματι να κατέχει διάφορες θέσεις, ανάλογα με το αν βάζουμε κάτω από το ένα ή το άλλο απ’ αυτά τα σημαίνοντα. Η λύση του είναι άλλωστε πολύ απλή. 

Το σημαίνον με το οποίο δηλώνουμε το ίδιο σημαίνον, δεν είναι φυσικά το ίδιο σημαίνον μ’ εκείνο με το οποίο δηλώνουμε το άλλο. Είναι λάθος να λέει κανείς, ότι η ερμηνεία είναι ανοιχτή σε όλα τα νοήματα, με το πρόσχημα ότι δεν πρόκειται παρά για τη σύνδεση ενός σημαίνοντος μ’ ένα σημαινόμενο. 

Η ερμηνεία δεν είναι ανοιχτή σε κάθε νόημα. Η ερμηνεία είναι μια σημασιοδότηση που δεν είναι η οποιαδήποτε. Έρχεται εδώ στη θέση του σ και αναποδογυρίζει τη σχέση που κάνει ώστε, το σημαίνον να έχει για αποτέλεσμα, μέσα στη γλώσσα, το σημαινόμενο. 

Έχει για αποτέλεσμα να κάνει να αναδυθεί ένα μη αναγώγιμο σημαίνον. Όπως είπαμε στη γλωσσολογία υπάρχει το σημαίνον και το σημαινόμενο και ότι το σημαίνον πρέπει να εκλαμβάνεται ως το υλικό της γλώσσας. Η παγίδα, ο λάκκος όπου δεν πρέπει να πέσουμε, είναι να νομίσουμε ότι το σημαινόμενο είναι τα αντικείμενα, τα πράγματα. 

 Το σημαινόμενο είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό – είναι η σημασία, η οποία παραπέμπει πάντοτε στη σημασία, δηλαδή σε μια άλλη σημασία. Τα πεδία του συμβολικού και του φαντασιακού τα συναντάμε στους δύο όρους, δηλαδή το σημαινόμενο και το σημαίνον. 

Το σημαίνον είναι το συμβολικό. 

Οι τεχνητές γλώσσες είναι βλακώδεις, επειδή ακριβώς είναι πάντα φτιαγμένες με βάση τη σημασία. Έπειτα λοιπόν υπάρχει η σημασία, η οποία παραπέμπει πάντοτε στη σημασία. 

Μπορεί βέβαια και το σημαίνον να συμπεριληφθεί σ’ αυτή τη διαδικασία, από τη στιγμή που του αποδίδεται κάποια σημασία, από τη στιγμή που δημιουργείται ένα άλλο σημαίνον ως σημαίνον, κάτι μέσα στη σημασιοδοτική αυτή λειτουργία. 

Γι’ αυτό και μπορούμε να μιλάμε για γλώσσα. Όμως ο διαχωρισμός σημαίνον – σημαινόμενο θα αναπαράγεται πάντα.

Το ασυνείδητο είναι, στη βάση του, δομημένο, πλεγμένο, αλυσιδωμένο, υφασμένο από γλώσσα. Το σημαίνον διαδραματίζει εκεί όχι απλώς ένα ρόλο εξίσου σημαντικό με το σημαινόμενο, αλλά διαδραματίζει τον βασικό ρόλο. 
Εκείνο που ουσιαστικά χαρακτηρίζει τη γλώσσα, είναι το σύστημα του σημαίνοντος ως τέτοιο. 

Το πολύπλοκο παιχνίδι του σημαίνοντος και του σημαινομένου θέτει ερωτήματα στα πρόθυρα των οποίων κοντοστεκόμαστε διότι δεν έχουμε να κάνουμε με μάθημα γλωσσολογίας, αλλά έχουμε υπόψη μας αρκετά στοιχεία μέχρι τώρα ώστε να ξέρουμε πως η σχέση του σημαίνοντος με το σημαινόμενο είναι κάθε άλλο παρά αμφιμονοσήμαντη, όπως λένε στη θεωρία των συνόλων. Το σημαινόμενο δεν είναι τα ακατέργαστα πράγματα που είναι ήδη δοσμένα μέσα με μια τάξη που επιδέχεται τη σημασία. 
Η σημασία είναι ο ανθρώπινος λόγος ο οποίος και παραπέμπει πάντα σε μια άλλη σημασία. 
Ο Σωσσύρ πρεσβεύει ότι το στοιχείο που επιτρέπει τον επιμερισμό του σημαίνοντος, είναι μια ορισμένη συσχέτιση σημαίνοντος και σημαινομένου. Προφανώς για να μπορούν να επιμεριστούν και τα δύο ταυτόχρονα, χρειάζεται μια παύση. 

Το εν εξελίξει σύστημα των ανθρώπινων σημασιών μετατοπίζεται και τροποποιεί το περιεχόμενο των σημαινόντων, τα οποία λαμβάνουν διαφορετικές χρήσεις. Ένα σύστημα του σημαίνοντος, μια γλώσσα, έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες που εξειδικεύουν τις συλλαβές, τις χρήσεις των λέξεων, τις εκφράσεις στις οποίες ομαδοποιούνται και αυτό προσδιορίζει, ίσα με την πιο αρχέγονη πλοκή του, το τι συμβαίνει στο ασυνείδητο.  
Χωρίς τη θεμελιακή διπολικότητα του σημαίνοντος και του σημαινομένου, δεν νοείται ψυχαναλυτική αιτιοκρατία. 
Το υλικό που συνδέεται με την παλιά σύγκρουση διατηρείται στο ασυνείδητο ως δυνάμει σημαίνον, ως δυνητικό σημαίνον, προκειμένου να εμπλακεί στο σημαινόμενο της τωρινής σύγκρουσης και να του χρησιμεύει σαν γλώσσα, δηλαδή σαν σύμπτωμα. Χωρίς να αποφανθούμε επί της ουσίας για τη σχέση του σημαίνοντος, ως γλωσσικού σημαίνοντος, με κάτι που χωρίς το σημαίνον δεν θα είχε ποτέ κατονομαστεί, είναι αισθητό ότι όσο λιγότερο το αρθρώνουμε, όσο λιγότερο μιλάμε, τόσο περισσότερο μας μιλάει εκείνο. 

Περί τίνος πρόκειται όταν μιλάμε για Verwerfung; Πρόκειται για την απόρριψη ενός πρωταρχικού σημαίνοντος στο εξωτερικό έρεβος, ενός σημαίνοντος που θα λείπει εφεξής σε τούτο το επίπεδο. Πρόκειται για μια πρωταρχική διαδικασία αποκλεισμού από κάποιο αρχέγονο ενδότερο που δεν είναι το ενδότερο του σώματος, αλλά το ενδότερο ενός πρώτου σώματος σημαίνοντος. 

Ανάμεσα στη σημασία και το σημαίνον υπάρχει μια σχέση που είναι εκείνη που παρέχει τη δομή του λόγου. 

Ο λόγος, είναι μια σημαίνουσα χρονική αλυσίδα. 

Τούτο σημαίνει ότι είναι φαινόμενο που παρουσιάζει πάντοτε την ουσιαστική δυαδικότητα του σημαίνοντος και του σημαινόμενου. Τούτο σημαίνει ότι το σημαίνον έχει εκεί τη δική του συνοχή και τον δικό του χαρακτήρα που το διαφοροποιούν από κάθε άλλο είδος σημείου. 
Το σημαίνον μπορεί να απλωθεί σε πολλά από τα στοιχεία του τομέα του σημείου. 

Όμως το σημαίνον είναι ένα σημείο που δεν παραπέμπει σε ένα αντικείμενο, ακόμη και σε κατάσταση ίχνους, μολονότι το ίχνος προαναγγέλλει πάντως τον ουσιώδη χαρακτήρα του σημαίνοντος. Είναι, και αυτό, το σημείο μιας απουσίας. 

Όμως εφόσον ανήκει στη γλώσσα, το σημαίνον είναι ένα σημείο το οποίο παραπέμπει σ’ ένα άλλο σημείο, το οποίο είναι δομημένο για να σημάνει την απουσία ενός άλλου σημείου. 

Βρισκόμαστε λοιπόν εδώ σε μια θέση δομημένη στο πλαίσιο της δυαδικότητας του σημαίνοντος και του σημαινόμενου. Υπάρχει πράγματι κάτι το ριζικά αναφομοίωτο για το σημαίνον. Αυτό είναι απλούστατα η ενική ύπαρξη του υποκειμένου. Γιατί βρίσκεται εδώ; Από πού προέρχεται;

Τι κάνει εδώ; Γιατί θα εξαφανιστεί; Το σημαίνον αδυνατεί να του δώσει την απάντηση για τον απλούστατο λόγο ότι το τοποθετεί ακριβώς πέραν του θανάτου. Το σημαίνον το θεωρεί ήδη νεκρό, η ουσία του σημαίνοντος είναι να αποθανατίζει το υποκείμενο. 
Η γέννηση του σημαίνοντος είναι η ταυτοχρονία. Επίσης, η ύπαρξή του είναι μια συγχρονική συνύπαρξη. 

Είναι η στιγμή που το σημαίνον, άπαξ και συγκροτηθεί, οργανώνεται δευτερογενώς προς κάτι άλλο που είναι η εμφάνιση του σημαινομένου. Ας σταθούμε τώρα λίγο να δούμε την έννοια της δομής. 

Η δομή είναι κατ’ αρχάς μια ομάδα στοιχείων που απαρτίζουν ένα συμμεταβαλλόμενο σύνολο. 

Η δομή εγκαθίσταται πάντοτε μέσω της αναφοράς κάποιου πράγματος που είναι συνεκτικό προς κάποιο άλλο που είναι συμπληρωματικό του. 
Η έννοια της δομής είναι ήδη από μόνη της μια εκδήλωση του σημαίνοντος. Ενδιαφέρομαι για τη δομή, σημαίνει πως δεν γίνεται να παραμελήσω το σημαίνον. Στη δομική ανάλυση βρίσκουμε, όπως και στην ανάλυση της σχέσης του σημαίνοντος και του σημαινομένου, διάφορες συσχετίσεις ομάδων θεμελιωμένες πάνω σε σύνολα, ανοιχτά ή κλειστά, αλλά τα οποία εμπεριέχουν κυρίως αμοιβαίες αναφορές. 

Στην ανάλυση της σχέσης του σημαίνοντος και του σημαινομένου δίνεται έμφαση στη συγχρονία και τη διαχρονία. 
Αυτό το συναντάμε και στη δομική ανάλυση. 

Εντέλει, αν τις καλοεξετάσουμε, η έννοια της δομής και η έννοια του σημαίνοντος φαίνονται αδιαχώριστες. Ουσιαστικά, όταν αναλύουμε μια δομή, πρόκειται πάντα, τουλάχιστον ιδανικά, για το σημαίνον. 

Την καλύτερη ικανοποίηση σε μια δομική ανάλυση, μας την παρέχει η όσο το δυνατόν ριζικότερη ανάδειξη του συμαίνοντος.
Το σημαίνον ωστόσο υπάρχει και παραϋπάρχει στη φύση. Αν εκείνο που ψάχνουμε δεν ήταν το σημαίνον, δεν θα βρίσκαμε στη φύση απολύτως τίποτε. 
Η ιδέα ότι το σημαίνον σημαίνει κάτι, ότι υπάρχει κάποιος που χρησιμοποιεί αυτό το σημαίνον για να σημάνει κάτι, ονομάζεται Signatura rerum. Είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Γιάκομπ Μπέμε. 

Σήμαινε ότι στα φυσικά φαινόμενα ενυπάρχει ο λεγόμενος Θεός για να μας μιλήσει τη γλώσσα του. 
Κάθε αληθινό σημαίνον είναι, ως τέτοιο, ένα σημαίνον που δεν σημαίνει τίποτε. 
Η εμπειρία το αποδεικνύει – όσο περισσότερο δεν σημαίνει τίποτε, τόσο πιο ακατάλυτο είναι το σημαίνον. Κάτι γίνεται σημαίνον όχι ως όλον ή τίποτε, αλλά επειδή κάτι που συνιστά ένα όλο, το σημείο, είναι παρόν για να μη σημαίνει τίποτε. Εκεί ακριβώς αρχίζει η τάξη του σημαίνοντος ως διαφοροποιούμενη από την τάξη της σημασίας. 
Ο ανθρώπινος κόσμος, ο κόσμος που ξέρουμε, μέσα στον οποίο ζούμε, στο περιβάλλον του οποίου προσανατολιζόμαστε και χωρίς τον οποίο δεν μπορούμε καθόλου να προσανατολιστούμε, δεν ενέχει μόνο την ύπαρξη των σημασιών, αλλά και την τάξη του σημαίνοντος. 

Το επίπεδο του σημαίνοντος, είναι το επίπεδο της φράσης, περιλαμβάνει μέση, αρχή και τέλος, απαιτεί επομένως ένα τέρμα. 

Είναι αδύνατον να μελετήσει κανείς πώς λειτουργεί το φαινόμενο που λέγεται γλώσσα, που είναι και το πιο βασικό στις διανθρώπινες σχέσεις, εάν δεν κάνει αρχικά τον διαχωρισμό του σημαίνοντος και του σημαινομένου. 

Το σημαίνον έχει τους δικούς του νόμους, ανεξάρτητα από το σημαινόμενο. 
Το να παραμελεί κανείς αυτό το γεγονός εξηγεί τα αδιέξοδα, τις συγχύσεις, τους κύκλους και τις ταυτολογίες που συναντά η ψυχαναλυτική έρευνα.
Το σημαίνον πρέπει να νοείται κατ’ αρχάς ως ξεχωριστό από τη σημασία. Εκείνο που το ξεχωρίζει, είναι το ίδιο δεν έχει προσίδια σημασία. 

Οπότε μπορούμε να φανταστούμε τι μπορεί να είναι η εμφάνιση ενός αμιγούς σημαίνοντος. Φυσικά, δεν μπορούμε καν να το φανταστούμε, εξ’ ορισμού. 

Όμως, εφόσον η διερώτηση αυτή αφορά τις απαρχές, πρέπει παρ’ όλα αυτά να επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε τι μπορεί αυτό να αντιπροσωπεύει. Το ότι υπάρχουν εδραία σημαίνοντα χωρίς τα οποία η τάξη των ανθρώπινων σημασιών δεν θα μπορούσε να εγκατασταθεί, είναι κάτι που νιώθουμε ανά πάσα στιγμή στην εμπειρία μας. 

Το σημαίνον δεν είναι ποτέ μοναχικό, καθώς σχηματίζει πάντα κάτι το συνεκτικό – αυτή ακριβώς είναι η σημαινότητα του σημαίνοντος – η έλλειψη ενός σημαίνοντος οδηγεί κατ’ ανάγκην το υποκείμενο να ξαναθέσει υπό αμφισβήτηση το σύνολο του σημαίνοντος.Είναι ουσιώδες στα σημασιακά φαινόμενα το σημαίνον να μη διαμερίζεται. 

Δεν κόβει κανείς ένα κομμάτι σημαίνοντος όπως κόβει μια ταινία μαγνητοφώνου. Αν κόψει μια ταινία μαγνητοφώνου, η φράση διακόπτεται, αλλά το αποτέλεσμα της φράσης δεν σταματάει στο ίδιο σημείο. 

Το σημαίνον εμπεριέχει το ίδιο κάθε είδους συνεπαγωγές και δε σημαίνει ότι, επειδή είναι κάποιος επαγγελματίας της ακρόασης ή της απομαγνητοφώνησης, μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να συμπληρώσει τη φράση. Η σημασιακή ενότητα δείχνει διαρκώς το σημαίνον να λειτουργεί σύμφωνα με ορισμένους νόμους.

Η μεταφορά προϋποθέτει ότι μια σημασία είναι το κυρίαρχο δεδομένο και ότι αυτή επηρεάζει και κυβερνάει τη χρήση του σημαίνοντος, με τρόπο που κάθε είδους προϋπάρχουσα λεξικογραφική διασύνδεση να λύνεται. Ακριβώς επειδή υπάρχει η σύνταξη, η πρωταρχική τάξη σημαίνοντος γι’ αυτό το υποκείμενο διατηρείται χωριστό, σαν διαφορετικό από τις ιδιότητές του. 

Συνήθως σε μια ανάλυση ο ψυχαναλυτής προάγει πάντα το σημαινόμενο, διότι είναι ασφαλώς το πιο δελεαστικό και στοιχειοθετεί εκ πρώτης όψεως την καθαυτό διάσταση της συμβολικής διερεύνησης της ψυχανάλυσης. Όταν όμως παραβλέπει τον πρωταρχικό διαμεσολαβητικό ρόλο του σημαίνοντος, όταν παραβλέπει ότι το σημαίνον είναι στην πραγματικότητα το στοιχείο οδηγός, όχι μόνο διαταράσσει την αρχική κατανόηση των νευρωτικών φαινομένων, την ίδια την ερμηνεία των ονείρων, αλλά δεν μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει στις ψυχώσεις. 

Η αντίθεση του σημαίνοντος και του σημαινομένου δεν είναι ένα απλό υποκατάστατο της περιβόητης και εξίσου δυσεπίλυτης αντιπαραβολής της ιδέας ή της σκέψης και της λέξης. 

Λόγω ακριβώς των ιδιοτήτων του σημαίνοντος και του σημαινομένου, ο αιώνιος πειρασμός στον οποίο υποκύπτει και ο γλωσσολόγος και κατά μείζονα λόγο όποιος δεν είναι γλωσσολόγος, είναι να θεωρεί πως το πιο εμφανές στοιχείο του φαινομένου αποτυπώνει και την ολότητα του φαινομένου. 

Κάποιοι νομίζουν ότι έχουν κάνει μεγάλο βήμα λέγοντας ότι το σημαινόμενο δεν αγγίζει ποτέ το σκοπό του παρά μέσω ενός άλλου σημαινομένου, παραπέμποντας σε μια άλλη σημασία, δεν είναι παρά το πρώτο βήμα και δεν βλέπουν ότι πρέπει να κάνουν κι ένα δεύτερο. 
Πρέπει ν’ αντιληφθούν ότι χωρίς τη δόμηση του σημαίνοντος, καμία μεταβίβαση νοήματος δεν θα ήταν εφικτή. Το έλλειμμα, αν προσεγγίσει κανείς τα πράγματα από αυτή τη σκοπιά, έχει δύο όψεις. Η πρώτη, είναι η διάλυση του δεσμού της εμπρόθετης σημασίας με το σύστημα του σημαίνοντος. 

Το τελευταίο παραμένει συνολικά στο υποκείμενο, το οποίο όμως δεν κατορθώνει πια να το ελέγξει σε συνάρτηση με την πρόθεσή του. 
Η δεύτερη, είναι η διάλυση του δεσμού στο εσωτερικό του σημαίνοντος. Το σημαντικό είναι η αντίθεση ανάμεσα σε δύο είδη δεσμών που είναι δεσμοί εσωτερικοί του σημαίνοντος. 

 Το σημαντικό δεν είναι ότι η ομοιότητα υποστηρίζεται από το σημαινόμενο, είναι ότι η μεταβίβαση του σημαινομένου είναι δυνατή μόνο ένεκα της ίδιας της δομής της γλώσσας. Η μεταβίβαση του σημαινομένου, τόσο ουσιαστική για την ανθρώπινη ζωή, είναι δυνατή μόνο λόγω της δομής του σημαίνοντος. 
Στην πραγματικότητα, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι υπάρχει βερμπαλισμός εκεί όπου κάνουν το λάθος να δίνουν υπερβολική βαρύτητα στο σημαινόμενο ενώ απεναντίας κάθε πράξη λογικής κατασκευής διατρανώνεται εξωθώντας τα πράγματα προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας του σημαίνοντος από το σημαινόμενο.

Η τυπική άρθρωση του σημαίνοντος υπηρετεί ως προς τη μεταβίβαση του σημαινομένου. 


Η προαγωγή του σημαίνοντος ως τέτοιου, η ανάδυση αυτής της πάντοτε κρυμμένης υπό-δομής, της μετωνυμίας, είναι η προϋπόθεση για κάθε δυνατή διερεύνηση των λειτουργικών διαταραχών της γλώσσας στη νεύρωση και την ψύχωση. 
Ο ψυχωτικός δεν μπορεί να συλλάβει τον άλλο παρά μόνο μέσα στη σχέση με το σημαίνον, στέκεται μονάχα σ’ ένα κέλυφος, σ’ ένα περιτύλιγμα, μια σκιά, τη μορφή της ομιλίας. 

Από την αρχή, έχει υπογραμμιστεί η εισχώρηση της βασικής γλώσσας, η οποία δηλώνεεται σαν ένα είδος σημαίνοντος με ιδιαίτερη πληρότητα. Εδώ μας παρέχεται μια πτυχή του σημαίνοντος, οι ιδιότητές του, η ίδια του η πυκνότητα. Όχι η σημασία του, αλλά η σημαινότητά του. Το σημαινόμενο είναι κενό, το σημαίνον προκρίνεται για τις καθαρά τυπολογικές του ιδιότητες που συντελούν για παράδειγμα στο να δημιουργούνται σειρές σημαινόντων. 
 
Το σημαίνον δεν παρέχει απλώς το περιτύλιγμα, τον υποδοχέα της σημασίας, την πολώνει, τη δομεί, την εγκαθιστά μέσα στην ύπαρξη. Δίχως μια ακριβή γνώση της καθαυτό τάξης του σημαίνοντος και των ιδιοτήτων του είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς το οτιδήποτε. Η αντιδιαστολή του σημαίνοντος και του σημαινομένου συνιστά το υπόβαθρο της γλωσσολογικής θεωρίας του Σωσσύρ. 
Στο ανώτερο επίπεδο ο Σωσσύρ τοποθετεί τη σειρά των σκέψεων, όπως τις ονομάζει – χωρίς να το πολυπιστεύει, αφού η θεωρία του συνίσταται ακριβώς στο να συρρικνώσει τον όρο σκέψη ώστε να τον φέρει στον όρο σημαινόμενο, στον βαθμό που διαφοροποιείται από το σημαίνον και από το πράγμα και επιμένει κυρίως στην όψη άμορφης μάζας που έχει. Είναι η συναισθηματική μάζα της ροής του λόγου, συγκεχυμένη μάζα στην οποία εμφανίζονται διάφορες ενότητες, κάποια εικόνα, κάποιο αντικείμενο, ένα αίσθημα, ένα κάλεσμα. 
Είναι κάτι συνεχές. 

Το σημαίνον είναι εκεί σαν αμιγής αλυσίδα του λόγου, διαδοχή λέξεων, όπου τίποτα δεν είναι απομονώσιμο. Η σχέση του σημαινομένου με το σημαίνον εμφανίζεται πάντοτε ρευστή, πάντα έτοιμη να διαλυθεί. Ο ψυχαναλυτής ξέρει, καλύτερα από οποιονδήποτε, πόσο άπιαστη είναι αυτή η διάσταση και πόσο συμβαίνει να διστάζει ο ίδιος προτού προχωρήσει. 
 Πρέπει εδώ να γίνει ένα βήμα μπροστά, για να δοθεί στο ζητούμενο ένα νόημα όντως αξιοποιήσιμο μέσα στην εμπειρία μας. Ο Σωσσύρ προσπαθεί να ορίσει μια αντιστοίχιση των δύο αυτών κυμάτων. Αυτό σημαίνει ότι το σημαίνον δεν είναι απομονώσιμο.

Υπάρχει μια αντινομία ανάμεσα στη λειτουργία του σημαίνοντος και την επαγωγή που αυτή ασκεί στην ομαδοποίηση των σημασιών. Το σημαίνον δημιουργεί πόλωση. Το σημαίνον είναι που δημιουργεί το πεδίο των σημασιών. 
Το ερώτημα είναι το εξής – εάν το εσύ είναι ένα σημαίνον, μια στίξη μέσω της οποίας ο άλλος προσφύεται σε κάποιο σημείο της σημασίας, τι απαιτείται ώστε να το προωθήσουμε στην υποκειμενικότητα, ώστε, υπό μορφή σημαίνοντος, με την οποία παρουσιάζεται μέσα στο λόγο, να γίνει τέτοιο που να θεωρείται πως υποστηρίζει κάτι που είναι συγκρίσιμο με το ego μας και που συνάμα δεν είναι συγκρίσιμο, δηλαδή τον μύθο ενός άλλου;

Ο Χάιντεγκερ αποδίδει μεγάλη σπουδαιότητα στο σημαίνον, στο επίπεδο της ανάλυσης της λέξης και του κλιτικού συστήματος όπως λέμε συνήθως, ας πούμε ακριβέστερα του τρόπου κλίσης. 


Θέλει να μας μυήσει στο απολύτως μη αναγώγιμο στοιχείο που εμπεριέχει η λειτουργία του ρήματος είμαι, στην αμιγώς συνδετική λειτουργία του. 
Θα ήταν σφάλμα να πιστεύει κανείς ότι η συνδετική λειτουργία αναδεικνύεται μέσα από μια βαθμιαία μεταστροφή των διαφορετικών αυτών όρων. 
Η φύση και η ποιότητα του εσύ που καλείται να απαντήσει εξαρτώνται από το επίπεδο του εκφωνούμενου σημαίνοντος. Οπότε, όταν το σημαίνον που άγει τη φράση λείπει από το εσύ, το αυτό είμαι δεν γίνεται παρά να μοιάζει με μια ανέναη διερώτηση. Έτσι γίνεται κάθε φορά που στο κάλεσμα που προφέρεται προς τον άλλο, το σημαίνον πέφτει στο πεδίο που είναι αποκλεισμένο για τον άλλο. 

Το σημαίνον προκαλεί εκείνη τη στιγμή μια αναγωγή, μεγάλης εντάσεως όμως, στην αμιγή φαντασιακή σχέση. 
Ως σημαίνον, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να προσληφθεί με την ιδιότητα που έχει το σημαίνον να εκπροσωπεί ένα απροσδιόριστο υπόβαθρο γύρω από το οποίο συγκεντρώνονται και συμπυκνώνονται κάμποσες, όχι απλώς σημασίες, αλλά σειρές σημασιών, που έρχονται και συγκλίνουν μέσω της ύπαρξης και με αφετηρία την ύπαρξη αυτού του σημαίνοντος. Οπότε, πέρα από κάθε σημαίνον που ενδεχομένως έχει σημασία για το υποκείμενο, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι η μόνιμη και η αδιαλειπώς ευαισθητοποιημένη χρήση του σημαίνοντος στο σύνολό του. 
Το σημείο, εφόσον μεταχειριζόμαστε αυστηρά τον όρο, είναι πάντοτε συσχετισμένο με μια παρουσία, ενώ το σημαίνον είναι άρθρωση. 
Είναι άρθρωση σημαίνει ότι έχει αξία για ένα άλλο σημαίνον με το οποίο συγκροτεί σύστημα και δεν αποτελεί σημείο της παρουσία ενός όντος. 

Αυτό μάλιστα περιλαμβάνει ο στοιχειώδης και συνάμα παράδοξος ορισμός που δίνει ο Λακάν για το σημαίνον, ότι αναπαριστά ή εκπροσωπεί το υποκείμενο για ένα άλλο σημαίνον, ένα υποκείμενο το οποίο ακριβώς υποδηλώνεται από το σημείο της απουσίας του. 

Έχουμε συνεπώς, στην ίδια σειρά, εδώ μεν το είναι [το ον], εδώ δε το έλλειμμα – του - είναι [το έλλειμμα όντος]. Σημείο ◊ Παρουσία – Είναι [Être] $ Σημαίνον Απουσία – Έλλειμμα – του – Είναι [Manque à être]

Tούτη η διχοτομία έχει αξία θεωρητικής μήτρας και επιτρέπει λόγου χάριν να σκεφτούμε πως συμβαίνει το σημαίνον να μπορεί να γίνει σημείο. 
Πράγμα που καθόλου δεν υποδηλώνει ο ορισμός του, κάθε άλλο μάλιστα. Το σημείο στην καθαυτό χρήση του είναι συσχετισμένο με παρουσία όντος, ενώ το σημαίνον είναι πάντα συσχετισμένο με έλλειμμα όντος. 
Σε ό,τι ονομάζουμε συμβολική τάξη, εκεί, τα σημαίνοντα μιλάνε με τα σημαίνοντα. 

Το διαγραμμένο υποκείμενο του Λακάν καταγράφει το υποκείμενο, αλλά ως ήδη νεκρό. Είναι το υποκείμενο του σημαίνοντος που είναι στοιχείο καθαρής λογικής. 
Αυτό που ο Λακάν ονομάζει υποκείμενο διατηρείται κάλλιστα εκτός σώματος, εκτός ζωής. 

Όταν υπάρχει κάποιος, τότε υπάρχουν σημεία [signes]. Υπάρχει κάποιος. Λέγοντας ότι υπάρχει κάποιος, σημαίνει ότι δεν υπάρχει μονάχα το υποκείμενο του σημαίνοντος. 
Τι παραπάνω υπάρχει από το υποκείμενο του σημαίνοντος, από εκείνο το υποκείμενο που εάν ήταν νεκρό δεν θα το ήξερε; Βρισκόμαστε, λοιπόν, έχοντας από τη μία μεριά τη λογική του σημαίνοντος με το νεκρό της υποκείμενο και από την άλλη μεριά το άτομο το σφριγηλό που προσβάλλεται από το ασυνείδητο. 

Επειδή υπάρχουν αυτές οι δύο όψεις, γι’ αυτό ο Λακάν εισάγει την υπόθεσή του, όπως λέει,  
δηλαδή ότι το υποκείμενο του σημαίνοντος και το άτομο, δηλαδή το σώμα, που προσβάλλεται, είναι ένα και το αυτό. 
Εξυπακούεται από αυτά ότι το σημαίνον δεν έχει ως επιτέλεσμα μόνο το σημαινόμενο αλλά και το συναίσθημα ενός σώματος.

*di-matzi.blogspot.gr

Δημοφιλείς αναρτήσεις μήνα

Δημοφιλείς αναρτήσεις διαχρονικά


ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ...


Live







Η λίστα ιστολογίων μου






Επαγγελματικός εξοπλισμός Am & Fm



 
Support : FACEBOOK PROFIL | Your Link | Your Link
Copyright Nikos Samourkas © 2013. radio roumeli news