Tο σημαίνον και το σημαινόμενον J.L.
Ο Λακάν χρησιμοποιεί ως αφετηρία τη θεωρία του σημείου του Φερντινάν
ντε Σωσύρ, θεμελιωτή της σύγχρονης γλωσσολογίας.
Μέσα απ’ αυτήν θέλει να
ξαναδιαβάσει τη θεωρία των παραστάσεων του Φρόυντ, μια θεωρία που ο
πατέρας της ψυχανάλυσης επεξεργάστηκε δίχως να γνωρίζει την πρόοδο της
σύγχρονης δομικής γλωσσολογίας.
Ο Σωσύρ προτείνει το ακόλουθο σχήμα: ↑
Σημαινόμενο ↓ Σημαίνον
Το σημείο θεωρείται ως μια ενότητα που
περιλαμβάνει μια έννοια και μια ακουστική εικόνα, αντίστοιχα το
σημαινόμενο και το σημαίνον. Το γλωσσικό σημείο δε συνδέει ένα πράγμα μ’
ένα όνομα, αλλά μια έννοια με μια ακουστική εικόνα.
Ο Λακάν
αμφισβήτησε αυτή την ενότητα, διαγράφοντας την έλλειψη που περικλείει
τους δύο όρους. Αντίθετα, τονίζει την τομή τους, τη διαχωριστική γραμμή
που αντιδιαστέλλει σημαινόμενο και σημαίνον. Επιπλέον, αντιμεταθέτει
τους δύο όρους, δίνοντας την παραπάνω θέση και την προτεραιότητα στο
σημαίνον, γράφοντας: S (σημαίνον)1 , S (σημαινόμενο)
Αυτή η
διαχωριστική γραμμή έχει τις επιπτώσεις της. Σημαίνει ότι όταν μιλά το
υποκείμενο δε συλλαμβάνει αυτό που λέμε. Επίσης, το σημαίνον θα
διακριθεί από το σημείο.
Ο Λακάν όρισε το σημείο ως αυτό «που αναπαριστά
κάτι για κάποιον». Αντίθετα, το σημαίνον είναι αυτό «που αναπαριστά το
υποκείμενο για ένα άλλο σημαίνον». Πράγματι, το σύνολο των σημαινόντων
του Άλλου αναπαριστά το υποκείμενο.
Πέρα από αυτό το στίγμα που του
δίνουν δύο συντεταγμένες, δύο τουλάχιστον από τα σημαίνοντα του Άλλου,
άλλη υπόσταση δεν μπορεί να έχει. Επίσης, τα σημαίνοντα διαφοροποιούνται
μεταξύ τους.
Ο Σωσύρ θέτει ότι στη γλώσσα δεν υπάρχουν παρά διαφορές,
ότι δηλαδή η αξία ενός σημαίνοντος έγκειται στη διαφορά του σε σχέση με
τα άλλα, στο γεγονός ότι ένα άλλο σημαίνον δε βρίσκεται στη θέση που
καταλαμβάνει το ίδιο.
Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να θέσουμε ένα
σημαίνον, έστω S1, από μόνο του. Μπορούμε να το θέσουμε στις
διαφοριστικές του σχέσεις με ένα άλλο, έστω S2 (ή γενικότερα, στη
διαφορά του με όλα τα άλλα). Ας θεωρήσουμε ένα υποκείμενο σε κάθε
σύνδεσή του με διαφορετικά σημαίνοντααπό το απόθεμα του Άλλου.
Έτσι,
παραδείγματος χάριν, το «βαφτιστικό» που έδωσε στο υποκείμενο ο Άλλος θα
συνδεθεί με το επίσης δοτό παρώνυμο και το επώνυμο του Άλλου.
Το
υποκείμενο παράγεται από αυτή την ονομασία και τίθεται ως υπο – κείμενο
του σημαίνοντος. Μπορούμε άρα να γράψουμε: S1 → S2 $ Για τον Σωσσύρ ο
παραδοσιακός όρος «σύμβολο», που απωθεώνεται στην ψυχαναλυτική
ερμηνευτική, στον βαθμό που συνεπάγεται μια «φυσική», οργανική σχέση με
την πραγματικότητα, δεν είναι μέσα στη γλώσσα του γλωσσολόγου. Οι ήχοι
γίνονται γλώσσα όταν εκφράζουν και μεταφέρουν ιδέες.
Για ν’
ανταποκρίνονται σ’ αυτή τη λειτουργία, πρέπει ν’ αποτελούν μέρος ενός
συστήματος συμβάσεων, «σημείων». Το σημείο είναι η ενότητα μιας μορφής
που σημασιοδοτεί και τα δύο συστατικά του είναι το σημαινόμενο (Signifie
– η ιδέα) και το σημαίνον (Signifiant – η ακουστική εικόνα).
Η πρώτη
αρχή αυτής της θεωρίας είναι πως το σημείο είναι αυθαίρετο. Ένας
ιδιαίτερος συνδυασμός σημαίνοντος και σημαινομένου είναι μια αυθαίρετη
οντότητα. Δεν υπάρχει εσωτερικός λόγος για τη σύνδεση ενός απ’ τα
σημαίνοντα με μια ιδέα.
Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η γλώσσα είναι μια
απλή ονοματοποιία, εφαρμοζόμενη σ’ ανεξάρτητα, αναλλοίωτα υπάρχουσες
ιδέες. Στην ιστορική τους εξέλιξη, οι ίδιες οι ιδέες αλλάζουν όρια,
μετατίθενται και δεν υπάρχει σταθερή ιδιότητα που πρέπει να διατηρεί μια
ιδέα, για να είναι το διαχρονικό σημαινόμενο ενός αυθαίρετου
σημαίνοντος.
Το σημαινόμενο μπορεί να πάρει οποιαδήποτε μορφή, δεν
διαθέτει πάγιο πυρήνα νοήματος που να το εξασφαλίζει. Σημαίνοντα και
σημαινόμενα είναι αυθαίρετα, σχετικές ή «διαφορετικές» μονάδες.
Η γλώσσα
θέτει μια αυθαίρετη σχέση ανάμεσα σε σημαίνοντα της εκλογής της.
Οι
ιδέες είναι αυθαίρετες υποδιαιρέσεις ενός «συνεχούς» (CONTINUUM),
όπως τα χρώματα υποδιαιρέσεις του φάσματος. Είναι μέλη μιας δομής και
ορίζονται απ’ τη σχέση τους με τα άλλα μέλη της δομής. Για τον Σωσσύρ,
οι σχέσεις της γλώσσας σαν συμβατικού συστήματος απονομής νοήματος,
ισοδυναμούσαν μ’ ένα κλάσμα, όπου η ιδέα (το σημαινόμενο) τέμνονταν απ’
την ακουστική της εικόνα (το σημαίνον).
Οι δομικές της συνάφειες ήταν
μια εξίσωση: Γλώσσα = βασική γλώσσα, μείον τον λόγο (τη λαλιά) και σ’
αυτή την εξίσωση προσδιορίζονταν το πεδίο εφαρμογής της γλωσσολογικής
έρευνας που θα έπρεπε ν’ αναγνωρίσει την αυθαίρετη (θεσμική) καθιέρωση
της γλώσσας και να είναι «συγχρονικής» συντακτική.
Ο
Λακάν φτάνει στον Φρόυντ μέσα απ’ το φίλτρο της δικής του κριτικής του
Σωσσύρ που περιέχει τη φαινομενολογική «εμπροθετικότητα» στη γένεση του
νοήματος. Η γλώσσα σαν σημείο, βασιζόμενη στο δεσμό της με την ιδέα του
αντικειμένου, κινδυνεύει να μπερδέψει το σημαινόμενο με το αντικείμενο
και να ξεχάσει ότι είναι καμωμένη από σημαίνοντα, όχι σημεία, και δεν
θέτει ποτέ ένα ερώτημα κώδικα, αλλά μιας συστοιχίας σημαινόντων. Επί
πλέον, αυτό που ενδιαφέρει στη γλώσσα είναι κυρίως η εμπρόθετη πράξη, ο
λόγος (PAROLE), η «θεμελιώδης υπερυποκειμενικότητα του σημαινομένου».
Λόγος άδειος ή λόγος πλήρης.
Το ασυνείδητο, σαν θησαυροφυλάκιο της
υπερυποκειμενικότητας του μεστού λόγου, έχει τη δομή της γλώσσας και τα
δίκτυά της. «Το πρώτο δίκτυο, του σημαίνοντος, είναι η συγχρονική δομή
του υλικού της γλώσσας, στον βαθμό που κάθε στοιχείο αποκτά την ακριβή
του χρήση όντας διαφορετικό από τα άλλα αυτή είναι η αρχή της κατανομής
που μόνη ρυθμίζει τη λειτουργία των στοιχείων της βασικής γλώσσας στα
διάφορα επίπεδά της, απ’ το φωνημικό ζευγάρι αντιθέσεων [FORT – DA], στις σύνθετες εκφράσεις, όπου το καθήκον της σύγχρονης έρευνας είναι ν’ αποδεσμεύσει τις σταθερές μορφές.
Το δεύτερο δίκτυο, του σημαινομένου, είναι το διαχρονικό σύνολο λόγου (DISCOURS)
με συγκεκριμένη προφορά, δίκτυο που αντιδρά ιστορικά στο πρώτο, με τον
ίδιο τρόπο που η δομή του πρώτου διέπει τα μονοπάτια του δεύτερου.
Εδώ
ό,τι επικρατεί, είναι η ενότητα της σημασίας (SIGNIFICATION),
που καθιερώνεται έτσι, ώστε να μην διαλύεται ποτέ σε μια καθαρή ένδειξη
του Πραγματικού, αλλά αναφέρεται πάντοτε σε μιαν άλλη σημασία.
Οι
σημασίες συνθέτουν σειρές περικλείοντάς τις στο σημαίνον. κι αν ο ιστός
τους καλύπτει πάντα αυτές τις σειρές, ώστε να υπερεκχειλίζει από πάνω
τους, είναι γιατί η σειρά του συμαίνοντος δεν είναι σημασία κανενός.
Αυτό το σημείο επιβεβαιώνει πως η γλώσσα είναι πάντα διαλεκτική κίνηση.
Η αντιστροφή της γλωσσιολογικής παράστασης του Σωσσύρ Σημαινόμενο με
τον αλγόριθμο Σ (Σημαίνον), Σημαίνον -Σημαινόμενο.
Είναι η φυσική
συνέπεια της προτεραιότητας της Συμβολικής τάξης. Αλλά αυτή η μεταξίωση
δεν είναι ειρωνεία στο θετικισμό της πραγματικότητας που νομίζει ότι
προμηθεύει η ίδια στο υποκείμενο το νόημά της. Το σημαινόμενο για το
Λακάν δεν είναι απλώς η «παράσταση του πράγματος», η ιδέα του, το νόημα
του σημαίνοντος.
Το «νόημα» δεν είναι παρά ένα άλλο σημαίνον, μια άλλη
λέξη. Σημαίνοντα και σημαινόμενα, «γλιστρώντας» διαρκώς στην τσουλήθρα
της γλώσσας, έτσι ώστε ένα σημαίνον να συνδέεται σε μια δοσμένη στιγμή,
έτσι ώστε ένα σημαίνον να συνδέεται σε μια δοσμένη στιγμή μ’ ένα ή
περισσότερα σημαινόμενα κι αντίστροφα, παράγουν την πολυσημία του
γλωσσικού οργάνου.
Ο αλγόριθμος της γλώσσας επιτρέπει την εξακρίβωση
των σχέσεων ανάμεσα στα σημαίνοντα και το προϊόν αυτών των σχέσεων, τη
γένεση του σημαινομένου.Η ζωή του υποκειμένου, τα σύμβολά της, τα
συμβολικά της συμπτώματα είναι μια καθαρή λειτουργία του σημαίνοντος,
εξαρτώνται απ’ τις ζυμώσεις μέσα στις δομές του. «Δεν υπάρχει στο
σημαινόμενο τίποτα… που να μην παρουσιάζεται με το αποτύπωμα του
σημαίνοντος, μ’ όλες τις ολισθήσεις (GLISSEMENTS) του νοήματος που προκύπτουν απ’ αυτό και που συνιστούν τον συμβολισμό».
Ο
Λακάν παραπέμποντας στον Ρ. Γιάκομπσον, ταξινομεί αντίστοιχα τη
συμπύκνωση και τη μετάθεση σαν «μεταφορά» και «μετωνυμία». Η μεταφορική
δομή Σ΄είναι υπεύθυνη για το πέρασμα ενός ιδιαίτερου σημαίνοντος (Σ) στο
σημαινόμενο (σε σ), για την έκπτωσή του κάτω απ’ τη μπάρα της
λογοκρισίας, την απώθησή του.
Ο έκδηλος στη συνειδητή γλώσσα όρος (το
Σ΄) παριστάνει την παρεφθαρμένη «επιστροφή του απωθημένου» (Φρόυντ), το σύμπτωμα, μια συμπύκνωση δύο τουλάχιστον όρων σ’ έναν υποκατάστατο.
Η μετωνυμία Σ…Σ΄είναι μια μετάθεση από σημαίνον σε σημαίνον. σ Αλλά
αφού ο αρχικός όρος που προσδιορίζει τη διαδικασία της μετάθεσης
παραμένει λανθάνων κι ανεξιχνίαστος, η μετωνυμία ανταποκρίνεται κι αυτή
λειτουργικά στις ορέξεις της λογοκρισίας που μεταμφιέζει την κεφαλαιώδη
«επιθυμία» του υποκειμένου στην κοινωνική αποδοχή ενός «αιτήματος»,
χρησιμοποιώντας τη συνάφειά τους.
Η γλώσσα μετατρέπει τη
βιολογική «ανάγκη» σε «επιθυμία» και ύστερα την περνάει απ’ τα μονοπάτια
του σημαίνοντος και την εκδηλώνει σαν ικεσία ή σαν «αίτημα» που έχει
θέμα, μα στερείται όντος. Η σχέση ανάμεσα στο σημαίνον και το
σημαινόμενο περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην τάξη της γλώσσας, από εκεί
εξαρτώνται και οι δύο όροι.
Ο Λακάν, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα
χαλιναγώγησης της αρχής της ηδονής στη Συμβολική αρχή του «σημαίνοντος»
(: της Γλώσσας), ένα πρόβλημα υποταγής της ατομικιστικής αναρχίας στην
τάξη της αμοιβαιότητας – διϋποκειμενικότητας, πλησιάζει την εγελιανή
έκδοση της επιθυμίας: «Αυτή καθ’ εαυτήν η επιθυμία του ανθρώπου, μας
λέει [ο Χέγκελ], δημιουργείται κάτω απ’ το σημείο της μεσολάβησης. είναι
η επιθυμία να κάνει την επιθυμία του ν’ αναγνωριστεί.
Το αίτημα είναι
στην άκρη των μετωνυμικών μεταμφιέσεων της επιθυμίας. Είναι η μετάθεσή
της, ο τρόπος της να κρύβεται και ταυτόχρονα να φανερώνεται, ν’
απουσιάζει και μ’ όλα αυτά να απαιτεί.
Η μετωνυμία της επιθυμίας (τα
αιτήματα) και η μεταφορά της (τα συμπτώματα που την υπερπροσδιορίζουν)
είναι ο «λόγος της επιθυμίας», άδειος, φανταστικός, αλλά λόγος: «Η
επιθυμία είναι ένα αποτέλεσμα στο υποκείμενο εκείνης της κατάστασης που
του επιβάλλεται απ’ την ύπαρξη του λόγου, ώστε να κάνει την ανάγκη του
να περάσει απ’ τα μονοπάτια του σημαίνοντος».
Το σύμπτωμα, λέει ο
Λακάν, είναι χαραγμένο στο σώμα «Το σύμπτωμα είναι το σημαίνον ενός
σημαινομένου απωθημένου απ’ τη συνείδηση του υποκειμένου. Ένα σύμβολο
γραμμένο στην άμμο της σάρκας».
Η εικόνα υποδηλώνει το
σημειωτικό ταξίδι του συμπτώματος. Τι είναι ένα σημαίνον; Ένα σημαίνον
είναι αυτό που εκπροσωπεί ένα υποκείμενο. Για ποιον; Όχι για ένα άλλο
υποκείμενο, αλλά για ένα άλλο σημαίνον.
Το να πιστεύουμε όμως ότι κάθε
σημαίνον απευθύνεται σε μας, είναι λάθος – και η απόδειξη είναι ότι
μπορεί να μην καταλαβαίνουμε και τίποτα. Τα ορίζουμε ως σημαίνοντα,
γιατί είμαστε βέβαιοι ότι το καθένα απ’ αυτά τα σημαίνοντα αναφέρεται
στο καθένα από τα άλλα.
Περί αυτού λοιπόν πρόκειται στη σχέση του
υποκειμένου με το πεδίο του Άλλου. Το υποκείμενο γεννιέται εφόσον στο
πεδίο του Άλλου εμφανίζεται το σημαίνον. Αλλά, ακριβώς γι’ αυτό, εκείνο –
που, προηγουμένως, δεν ήταν τίποτα, παρά μελλοντικό υποκείμενο –
παγιοποιείται σε σημαίνον.
Το παν αναδύεται από τη δομή του σημαίνοντος.
Η δομή αυτή θεμελιώνεται απ’ αυτό που ονομάζεται λειτουργία της τομής.
Η
ψυχανάλυση μας υπενθυμίζει ότι τα γεγονότα της ανθρώπινης ψυχολογίας
είναι αδιανόητα δίχως τη λειτουργία του υποκειμένου που ορίζεται ως
αποτέλεσμα του σημαίνοντος.
Πρέπει να τονίσουμε, ότι ένα σημαίνον είναι
αυτό που αντιπροσωπεύει ένα υποκείμενο για ένα άλλο σημαίνον. Το
σημαίνον παραγόμενο στο πεδίο του Άλλου κάνει να αναδύεται το υποκείμενο
της σημειοδότησής του.
Αλλά δεν λειτουργεί ως σημαίνον παρά
περιορίζοντας το υποκείμενο σε ένσταση, στο να μην είναι παρά ένα
σημαίνον πετρώνοντάς το με την ίδια κίνηση που το καλεί να λειτουργήσει,
να μιλήσει, ως υποκείμενο.
Η ερμηνεία δεν είναι ευλύγιστη σε κάθε
νόημα. Δεν δείχνει παρά μια μόνη ακολουθία σημαινόντων.
Αλλά το
υποκείμενο μπορεί πράγματι να κατέχει διάφορες θέσεις, ανάλογα με το αν
βάζουμε κάτω από το ένα ή το άλλο απ’ αυτά τα σημαίνοντα. Η λύση του
είναι άλλωστε πολύ απλή.
Το σημαίνον με το οποίο δηλώνουμε το ίδιο
σημαίνον, δεν είναι φυσικά το ίδιο σημαίνον μ’ εκείνο με το οποίο
δηλώνουμε το άλλο. Είναι λάθος να λέει κανείς, ότι η ερμηνεία είναι
ανοιχτή σε όλα τα νοήματα, με το πρόσχημα ότι δεν πρόκειται παρά για τη
σύνδεση ενός σημαίνοντος μ’ ένα σημαινόμενο.
Η ερμηνεία δεν είναι
ανοιχτή σε κάθε νόημα. Η ερμηνεία είναι μια σημασιοδότηση που δεν είναι η
οποιαδήποτε. Έρχεται εδώ στη θέση του σ και αναποδογυρίζει τη σχέση που
κάνει ώστε, το σημαίνον να έχει για αποτέλεσμα, μέσα στη γλώσσα, το
σημαινόμενο.
Έχει για αποτέλεσμα να κάνει να αναδυθεί ένα μη αναγώγιμο
σημαίνον. Όπως είπαμε στη γλωσσολογία υπάρχει το σημαίνον και το
σημαινόμενο και ότι το σημαίνον πρέπει να εκλαμβάνεται ως το υλικό της
γλώσσας. Η παγίδα, ο λάκκος όπου δεν πρέπει να πέσουμε, είναι να νομίσουμε ότι το σημαινόμενο είναι τα αντικείμενα, τα πράγματα.
Το σημαινόμενο είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό – είναι η σημασία, η
οποία παραπέμπει πάντοτε στη σημασία, δηλαδή σε μια άλλη σημασία. Τα
πεδία του συμβολικού και του φαντασιακού τα συναντάμε στους δύο όρους,
δηλαδή το σημαινόμενο και το σημαίνον.
Το σημαίνον είναι το συμβολικό.
Οι τεχνητές γλώσσες είναι βλακώδεις, επειδή ακριβώς είναι πάντα
φτιαγμένες με βάση τη σημασία. Έπειτα λοιπόν υπάρχει η σημασία, η οποία
παραπέμπει πάντοτε στη σημασία.
Μπορεί βέβαια και το σημαίνον να
συμπεριληφθεί σ’ αυτή τη διαδικασία, από τη στιγμή που του αποδίδεται
κάποια σημασία, από τη στιγμή που δημιουργείται ένα άλλο σημαίνον ως
σημαίνον, κάτι μέσα στη σημασιοδοτική αυτή λειτουργία.
Γι’ αυτό και
μπορούμε να μιλάμε για γλώσσα. Όμως ο διαχωρισμός σημαίνον – σημαινόμενο
θα αναπαράγεται πάντα.
Το ασυνείδητο είναι, στη βάση του, δομημένο,
πλεγμένο, αλυσιδωμένο, υφασμένο από γλώσσα. Το σημαίνον διαδραματίζει
εκεί όχι απλώς ένα ρόλο εξίσου σημαντικό με το σημαινόμενο, αλλά
διαδραματίζει τον βασικό ρόλο.
Εκείνο που ουσιαστικά χαρακτηρίζει τη
γλώσσα, είναι το σύστημα του σημαίνοντος ως τέτοιο.
Το πολύπλοκο
παιχνίδι του σημαίνοντος και του σημαινομένου θέτει ερωτήματα στα
πρόθυρα των οποίων κοντοστεκόμαστε διότι δεν έχουμε να κάνουμε με μάθημα
γλωσσολογίας, αλλά έχουμε υπόψη μας αρκετά στοιχεία μέχρι τώρα ώστε να
ξέρουμε πως η σχέση του σημαίνοντος με το σημαινόμενο είναι κάθε άλλο
παρά αμφιμονοσήμαντη, όπως λένε στη θεωρία των συνόλων. Το σημαινόμενο
δεν είναι τα ακατέργαστα πράγματα που είναι ήδη δοσμένα μέσα με μια τάξη
που επιδέχεται τη σημασία.
Η σημασία είναι ο ανθρώπινος λόγος ο οποίος
και παραπέμπει πάντα σε μια άλλη σημασία.
Ο Σωσσύρ πρεσβεύει ότι το
στοιχείο που επιτρέπει τον επιμερισμό του σημαίνοντος, είναι μια
ορισμένη συσχέτιση σημαίνοντος και σημαινομένου. Προφανώς για να μπορούν
να επιμεριστούν και τα δύο ταυτόχρονα, χρειάζεται μια παύση.
Το εν
εξελίξει σύστημα των ανθρώπινων σημασιών μετατοπίζεται και τροποποιεί το
περιεχόμενο των σημαινόντων, τα οποία λαμβάνουν διαφορετικές χρήσεις.
Ένα σύστημα του σημαίνοντος, μια γλώσσα, έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες
που εξειδικεύουν τις συλλαβές, τις χρήσεις των λέξεων, τις εκφράσεις
στις οποίες ομαδοποιούνται και αυτό προσδιορίζει, ίσα με την πιο
αρχέγονη πλοκή του, το τι συμβαίνει στο ασυνείδητο.
Χωρίς τη θεμελιακή διπολικότητα του σημαίνοντος και του σημαινομένου, δεν νοείται ψυχαναλυτική αιτιοκρατία.
Το υλικό που συνδέεται με την παλιά σύγκρουση διατηρείται στο
ασυνείδητο ως δυνάμει σημαίνον, ως δυνητικό σημαίνον, προκειμένου να
εμπλακεί στο σημαινόμενο της τωρινής σύγκρουσης και να του χρησιμεύει
σαν γλώσσα, δηλαδή σαν σύμπτωμα. Χωρίς να αποφανθούμε επί της ουσίας για
τη σχέση του σημαίνοντος, ως γλωσσικού σημαίνοντος, με κάτι που χωρίς
το σημαίνον δεν θα είχε ποτέ κατονομαστεί, είναι αισθητό ότι όσο
λιγότερο το αρθρώνουμε, όσο λιγότερο μιλάμε, τόσο περισσότερο μας μιλάει
εκείνο.
Περί τίνος πρόκειται όταν μιλάμε για Verwerfung; Πρόκειται για
την απόρριψη ενός πρωταρχικού σημαίνοντος στο εξωτερικό έρεβος, ενός
σημαίνοντος που θα λείπει εφεξής σε τούτο το επίπεδο. Πρόκειται για μια
πρωταρχική διαδικασία αποκλεισμού από κάποιο αρχέγονο ενδότερο που δεν
είναι το ενδότερο του σώματος, αλλά το ενδότερο ενός πρώτου σώματος
σημαίνοντος.
Ανάμεσα στη σημασία και το σημαίνον υπάρχει μια σχέση που
είναι εκείνη που παρέχει τη δομή του λόγου.
Ο λόγος, είναι μια
σημαίνουσα χρονική αλυσίδα.
Τούτο σημαίνει ότι είναι φαινόμενο που
παρουσιάζει πάντοτε την ουσιαστική δυαδικότητα του σημαίνοντος και του
σημαινόμενου. Τούτο σημαίνει ότι το σημαίνον έχει εκεί τη δική του
συνοχή και τον δικό του χαρακτήρα που το διαφοροποιούν από κάθε άλλο
είδος σημείου.
Το σημαίνον μπορεί να απλωθεί
σε πολλά από τα στοιχεία του τομέα του σημείου.
Όμως το σημαίνον είναι
ένα σημείο που δεν παραπέμπει σε ένα αντικείμενο, ακόμη και σε κατάσταση
ίχνους, μολονότι το ίχνος προαναγγέλλει πάντως τον ουσιώδη χαρακτήρα
του σημαίνοντος. Είναι, και αυτό, το σημείο μιας απουσίας.
Όμως εφόσον
ανήκει στη γλώσσα, το σημαίνον είναι ένα σημείο το οποίο παραπέμπει σ’
ένα άλλο σημείο, το οποίο είναι δομημένο για να σημάνει την απουσία ενός
άλλου σημείου.
Βρισκόμαστε λοιπόν εδώ σε μια θέση δομημένη στο πλαίσιο
της δυαδικότητας του σημαίνοντος και του σημαινόμενου. Υπάρχει πράγματι
κάτι το ριζικά αναφομοίωτο για το σημαίνον. Αυτό είναι απλούστατα η
ενική ύπαρξη του υποκειμένου. Γιατί βρίσκεται εδώ; Από πού προέρχεται;
Τι
κάνει εδώ; Γιατί θα εξαφανιστεί; Το σημαίνον αδυνατεί να του δώσει την
απάντηση για τον απλούστατο λόγο ότι το τοποθετεί ακριβώς πέραν του
θανάτου. Το σημαίνον το θεωρεί ήδη νεκρό, η ουσία του σημαίνοντος είναι
να αποθανατίζει το υποκείμενο.
Η γέννηση του σημαίνοντος είναι η
ταυτοχρονία. Επίσης, η ύπαρξή του είναι μια συγχρονική συνύπαρξη.
Είναι η
στιγμή που το σημαίνον, άπαξ και συγκροτηθεί, οργανώνεται δευτερογενώς
προς κάτι άλλο που είναι η εμφάνιση του σημαινομένου. Ας σταθούμε τώρα
λίγο να δούμε την έννοια της δομής.
Η δομή είναι κατ’ αρχάς μια ομάδα
στοιχείων που απαρτίζουν ένα συμμεταβαλλόμενο σύνολο.
Η δομή
εγκαθίσταται πάντοτε μέσω της αναφοράς κάποιου πράγματος που είναι
συνεκτικό προς κάποιο άλλο που είναι συμπληρωματικό του.
Η έννοια της
δομής είναι ήδη από μόνη της μια εκδήλωση του σημαίνοντος. Ενδιαφέρομαι
για τη δομή, σημαίνει πως δεν γίνεται να παραμελήσω το σημαίνον. Στη
δομική ανάλυση βρίσκουμε, όπως και στην ανάλυση της σχέσης του
σημαίνοντος και του σημαινομένου, διάφορες συσχετίσεις ομάδων
θεμελιωμένες πάνω σε σύνολα, ανοιχτά ή κλειστά, αλλά τα οποία
εμπεριέχουν κυρίως αμοιβαίες αναφορές.
Στην ανάλυση της σχέσης του
σημαίνοντος και του σημαινομένου δίνεται έμφαση στη συγχρονία και τη
διαχρονία.
Αυτό το συναντάμε και στη δομική ανάλυση.
Εντέλει, αν τις
καλοεξετάσουμε, η έννοια της δομής και η έννοια του σημαίνοντος
φαίνονται αδιαχώριστες. Ουσιαστικά, όταν αναλύουμε μια δομή, πρόκειται
πάντα, τουλάχιστον ιδανικά, για το σημαίνον.
Την καλύτερη ικανοποίηση σε
μια δομική ανάλυση, μας την παρέχει η όσο το δυνατόν ριζικότερη
ανάδειξη του συμαίνοντος.
Το σημαίνον ωστόσο υπάρχει και παραϋπάρχει στη
φύση. Αν εκείνο που ψάχνουμε δεν ήταν το σημαίνον, δεν θα βρίσκαμε στη
φύση απολύτως τίποτε.
Η ιδέα ότι το σημαίνον σημαίνει κάτι, ότι υπάρχει
κάποιος που χρησιμοποιεί αυτό το σημαίνον για να σημάνει κάτι,
ονομάζεται Signatura rerum. Είναι ο τίτλος ενός βιβλίου
του Γιάκομπ Μπέμε.
Σήμαινε ότι στα φυσικά φαινόμενα ενυπάρχει ο
λεγόμενος Θεός για να μας μιλήσει τη γλώσσα του.
Κάθε αληθινό σημαίνον
είναι, ως τέτοιο, ένα σημαίνον που δεν σημαίνει τίποτε.
Η εμπειρία το
αποδεικνύει – όσο περισσότερο δεν σημαίνει τίποτε, τόσο πιο ακατάλυτο
είναι το σημαίνον. Κάτι γίνεται σημαίνον όχι ως όλον ή τίποτε, αλλά
επειδή κάτι που συνιστά ένα όλο, το σημείο, είναι παρόν για να μη
σημαίνει τίποτε. Εκεί ακριβώς αρχίζει η τάξη του σημαίνοντος ως
διαφοροποιούμενη από την τάξη της σημασίας.
Ο ανθρώπινος κόσμος, ο
κόσμος που ξέρουμε, μέσα στον οποίο ζούμε, στο περιβάλλον του οποίου
προσανατολιζόμαστε και χωρίς τον οποίο δεν μπορούμε καθόλου να
προσανατολιστούμε, δεν ενέχει μόνο την ύπαρξη των σημασιών, αλλά και την
τάξη του σημαίνοντος.
Το επίπεδο του σημαίνοντος, είναι το επίπεδο της
φράσης, περιλαμβάνει μέση, αρχή και τέλος, απαιτεί επομένως ένα τέρμα.
Είναι αδύνατον να μελετήσει κανείς πώς λειτουργεί το φαινόμενο που
λέγεται γλώσσα, που είναι και το πιο βασικό στις διανθρώπινες σχέσεις,
εάν δεν κάνει αρχικά τον διαχωρισμό του σημαίνοντος και του
σημαινομένου.
Το σημαίνον έχει τους δικούς του νόμους, ανεξάρτητα από το
σημαινόμενο.
Το να παραμελεί κανείς αυτό το γεγονός εξηγεί τα αδιέξοδα,
τις συγχύσεις, τους κύκλους και τις ταυτολογίες που συναντά η
ψυχαναλυτική έρευνα.
Το σημαίνον πρέπει να
νοείται κατ’ αρχάς ως ξεχωριστό από τη σημασία. Εκείνο που το ξεχωρίζει,
είναι το ίδιο δεν έχει προσίδια σημασία.
Οπότε μπορούμε να φανταστούμε
τι μπορεί να είναι η εμφάνιση ενός αμιγούς σημαίνοντος. Φυσικά, δεν
μπορούμε καν να το φανταστούμε, εξ’ ορισμού.
Όμως, εφόσον η διερώτηση
αυτή αφορά τις απαρχές, πρέπει παρ’ όλα αυτά να επιχειρήσουμε να
προσεγγίσουμε τι μπορεί αυτό να αντιπροσωπεύει. Το ότι υπάρχουν εδραία
σημαίνοντα χωρίς τα οποία η τάξη των ανθρώπινων σημασιών δεν θα μπορούσε
να εγκατασταθεί, είναι κάτι που νιώθουμε ανά πάσα στιγμή στην εμπειρία
μας.
Το σημαίνον δεν είναι ποτέ μοναχικό, καθώς σχηματίζει πάντα κάτι το
συνεκτικό – αυτή ακριβώς είναι η σημαινότητα του σημαίνοντος – η
έλλειψη ενός σημαίνοντος οδηγεί κατ’ ανάγκην το υποκείμενο να ξαναθέσει
υπό αμφισβήτηση το σύνολο του σημαίνοντος.Είναι ουσιώδες στα σημασιακά
φαινόμενα το σημαίνον να μη διαμερίζεται.
Δεν κόβει κανείς ένα κομμάτι
σημαίνοντος όπως κόβει μια ταινία μαγνητοφώνου. Αν κόψει μια ταινία
μαγνητοφώνου, η φράση διακόπτεται, αλλά το αποτέλεσμα της φράσης δεν
σταματάει στο ίδιο σημείο.
Το σημαίνον εμπεριέχει το ίδιο κάθε είδους
συνεπαγωγές και δε σημαίνει ότι, επειδή είναι κάποιος επαγγελματίας της
ακρόασης ή της απομαγνητοφώνησης, μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να
συμπληρώσει τη φράση. Η σημασιακή ενότητα δείχνει διαρκώς το σημαίνον να
λειτουργεί σύμφωνα με ορισμένους νόμους.
Η μεταφορά προϋποθέτει ότι μια
σημασία είναι το κυρίαρχο δεδομένο και ότι αυτή επηρεάζει και κυβερνάει
τη χρήση του σημαίνοντος, με τρόπο που κάθε είδους προϋπάρχουσα
λεξικογραφική διασύνδεση να λύνεται. Ακριβώς επειδή υπάρχει η σύνταξη, η
πρωταρχική τάξη σημαίνοντος γι’ αυτό το υποκείμενο διατηρείται χωριστό,
σαν διαφορετικό από τις ιδιότητές του.
Συνήθως σε μια ανάλυση ο
ψυχαναλυτής προάγει πάντα το σημαινόμενο, διότι είναι ασφαλώς το πιο
δελεαστικό και στοιχειοθετεί εκ πρώτης όψεως την καθαυτό διάσταση της
συμβολικής διερεύνησης της ψυχανάλυσης. Όταν όμως παραβλέπει τον
πρωταρχικό διαμεσολαβητικό ρόλο του σημαίνοντος, όταν παραβλέπει ότι το
σημαίνον είναι στην πραγματικότητα το στοιχείο οδηγός, όχι μόνο
διαταράσσει την αρχική κατανόηση των νευρωτικών φαινομένων, την ίδια την
ερμηνεία των ονείρων, αλλά δεν μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει στις
ψυχώσεις.
Η αντίθεση του σημαίνοντος και του
σημαινομένου δεν είναι ένα απλό υποκατάστατο της περιβόητης και εξίσου
δυσεπίλυτης αντιπαραβολής της ιδέας ή της σκέψης και της λέξης.
Λόγω
ακριβώς των ιδιοτήτων του σημαίνοντος και του σημαινομένου, ο αιώνιος
πειρασμός στον οποίο υποκύπτει και ο γλωσσολόγος και κατά μείζονα λόγο
όποιος δεν είναι γλωσσολόγος, είναι να θεωρεί πως το πιο εμφανές
στοιχείο του φαινομένου αποτυπώνει και την ολότητα του φαινομένου.
Κάποιοι νομίζουν ότι έχουν κάνει μεγάλο βήμα λέγοντας ότι το σημαινόμενο
δεν αγγίζει ποτέ το σκοπό του παρά μέσω ενός άλλου σημαινομένου,
παραπέμποντας σε μια άλλη σημασία, δεν είναι παρά το πρώτο βήμα και δεν
βλέπουν ότι πρέπει να κάνουν κι ένα δεύτερο.
Πρέπει ν’ αντιληφθούν ότι
χωρίς τη δόμηση του σημαίνοντος, καμία μεταβίβαση νοήματος δεν θα ήταν
εφικτή. Το έλλειμμα, αν προσεγγίσει κανείς τα πράγματα από αυτή τη
σκοπιά, έχει δύο όψεις. Η πρώτη, είναι η διάλυση του δεσμού της
εμπρόθετης σημασίας με το σύστημα του σημαίνοντος.
Το τελευταίο
παραμένει συνολικά στο υποκείμενο, το οποίο όμως δεν κατορθώνει πια να
το ελέγξει σε συνάρτηση με την πρόθεσή του.
Η δεύτερη, είναι η διάλυση
του δεσμού στο εσωτερικό του σημαίνοντος. Το σημαντικό είναι η αντίθεση
ανάμεσα σε δύο είδη δεσμών που είναι δεσμοί εσωτερικοί του σημαίνοντος.
Το σημαντικό δεν είναι ότι η ομοιότητα υποστηρίζεται από το σημαινόμενο,
είναι ότι η μεταβίβαση του σημαινομένου είναι δυνατή μόνο ένεκα της
ίδιας της δομής της γλώσσας. Η μεταβίβαση του σημαινομένου, τόσο
ουσιαστική για την ανθρώπινη ζωή, είναι δυνατή μόνο λόγω της δομής του
σημαίνοντος.
Στην πραγματικότητα, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι
υπάρχει βερμπαλισμός εκεί όπου κάνουν το λάθος να δίνουν υπερβολική
βαρύτητα στο σημαινόμενο ενώ απεναντίας κάθε πράξη λογικής κατασκευής
διατρανώνεται εξωθώντας τα πράγματα προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας
του σημαίνοντος από το σημαινόμενο.
Η τυπική άρθρωση του σημαίνοντος
υπηρετεί ως προς τη μεταβίβαση του σημαινομένου.
Η προαγωγή του
σημαίνοντος ως τέτοιου, η ανάδυση αυτής της πάντοτε κρυμμένης υπό-δομής,
της μετωνυμίας, είναι η προϋπόθεση για κάθε δυνατή διερεύνηση των
λειτουργικών διαταραχών της γλώσσας στη νεύρωση και την ψύχωση.
Ο
ψυχωτικός δεν μπορεί να συλλάβει τον άλλο παρά μόνο μέσα στη σχέση με το
σημαίνον, στέκεται μονάχα σ’ ένα κέλυφος, σ’ ένα περιτύλιγμα, μια σκιά,
τη μορφή της ομιλίας.
Από την αρχή, έχει υπογραμμιστεί η εισχώρηση της
βασικής γλώσσας, η οποία δηλώνεεται σαν ένα είδος σημαίνοντος με
ιδιαίτερη πληρότητα. Εδώ μας παρέχεται μια πτυχή του σημαίνοντος, οι
ιδιότητές του, η ίδια του η πυκνότητα. Όχι η σημασία του, αλλά η
σημαινότητά του. Το σημαινόμενο είναι κενό, το σημαίνον προκρίνεται για
τις καθαρά τυπολογικές του ιδιότητες που συντελούν για παράδειγμα στο να
δημιουργούνται σειρές σημαινόντων.
Το σημαίνον δεν παρέχει απλώς το
περιτύλιγμα, τον υποδοχέα της σημασίας, την πολώνει, τη δομεί, την
εγκαθιστά μέσα στην ύπαρξη. Δίχως μια ακριβή γνώση της καθαυτό τάξης του
σημαίνοντος και των ιδιοτήτων του είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς το
οτιδήποτε. Η αντιδιαστολή του σημαίνοντος και του σημαινομένου συνιστά
το υπόβαθρο της γλωσσολογικής θεωρίας του Σωσσύρ.
Στο ανώτερο επίπεδο ο
Σωσσύρ τοποθετεί τη σειρά των σκέψεων, όπως τις ονομάζει – χωρίς να το
πολυπιστεύει, αφού η θεωρία του συνίσταται ακριβώς στο να συρρικνώσει
τον όρο σκέψη ώστε να τον φέρει στον όρο σημαινόμενο, στον βαθμό που
διαφοροποιείται από το σημαίνον και από το πράγμα και επιμένει κυρίως
στην όψη άμορφης μάζας που έχει. Είναι η συναισθηματική μάζα της ροής
του λόγου, συγκεχυμένη μάζα στην οποία εμφανίζονται διάφορες ενότητες,
κάποια εικόνα, κάποιο αντικείμενο, ένα αίσθημα, ένα κάλεσμα.
Είναι κάτι
συνεχές.
Το σημαίνον είναι εκεί σαν αμιγής αλυσίδα του λόγου, διαδοχή
λέξεων, όπου τίποτα δεν είναι απομονώσιμο. Η σχέση του σημαινομένου με
το σημαίνον εμφανίζεται πάντοτε ρευστή, πάντα έτοιμη να διαλυθεί. Ο
ψυχαναλυτής ξέρει, καλύτερα από οποιονδήποτε, πόσο άπιαστη είναι αυτή η
διάσταση και πόσο συμβαίνει να διστάζει ο ίδιος προτού προχωρήσει.
Πρέπει εδώ να γίνει ένα βήμα μπροστά, για να δοθεί στο ζητούμενο ένα
νόημα όντως αξιοποιήσιμο μέσα στην εμπειρία μας. Ο Σωσσύρ προσπαθεί να
ορίσει μια αντιστοίχιση των δύο αυτών κυμάτων. Αυτό σημαίνει ότι το
σημαίνον δεν είναι απομονώσιμο.
Υπάρχει μια αντινομία ανάμεσα στη
λειτουργία του σημαίνοντος και την επαγωγή που αυτή ασκεί στην
ομαδοποίηση των σημασιών. Το σημαίνον δημιουργεί πόλωση. Το σημαίνον
είναι που δημιουργεί το πεδίο των σημασιών.
Το ερώτημα είναι το εξής –
εάν το εσύ είναι ένα σημαίνον, μια στίξη μέσω της οποίας ο άλλος
προσφύεται σε κάποιο σημείο της σημασίας, τι απαιτείται ώστε να το
προωθήσουμε στην υποκειμενικότητα, ώστε, υπό μορφή σημαίνοντος, με την
οποία παρουσιάζεται μέσα στο λόγο, να γίνει τέτοιο που να θεωρείται πως
υποστηρίζει κάτι που είναι συγκρίσιμο με το ego μας και που συνάμα δεν
είναι συγκρίσιμο, δηλαδή τον μύθο ενός άλλου;
Ο Χάιντεγκερ αποδίδει
μεγάλη σπουδαιότητα στο σημαίνον, στο επίπεδο της ανάλυσης της λέξης και
του κλιτικού συστήματος όπως λέμε συνήθως, ας πούμε ακριβέστερα του
τρόπου κλίσης.
Θέλει να μας μυήσει στο απολύτως μη αναγώγιμο στοιχείο
που εμπεριέχει η λειτουργία του ρήματος είμαι, στην αμιγώς συνδετική
λειτουργία του.
Θα ήταν σφάλμα να πιστεύει κανείς ότι η συνδετική
λειτουργία αναδεικνύεται μέσα από μια βαθμιαία μεταστροφή των
διαφορετικών αυτών όρων.
Η φύση και η ποιότητα του εσύ που καλείται να
απαντήσει εξαρτώνται από το επίπεδο του εκφωνούμενου σημαίνοντος.
Οπότε, όταν το σημαίνον που άγει τη φράση λείπει από το εσύ, το αυτό
είμαι δεν γίνεται παρά να μοιάζει με μια ανέναη διερώτηση. Έτσι γίνεται
κάθε φορά που στο κάλεσμα που προφέρεται προς τον άλλο, το σημαίνον
πέφτει στο πεδίο που είναι αποκλεισμένο για τον άλλο.
Το σημαίνον
προκαλεί εκείνη τη στιγμή μια αναγωγή, μεγάλης εντάσεως όμως, στην αμιγή
φαντασιακή σχέση.
Ως σημαίνον, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να
προσληφθεί με την ιδιότητα που έχει το σημαίνον να εκπροσωπεί ένα
απροσδιόριστο υπόβαθρο γύρω από το οποίο συγκεντρώνονται και
συμπυκνώνονται κάμποσες, όχι απλώς σημασίες, αλλά σειρές σημασιών, που
έρχονται και συγκλίνουν μέσω της ύπαρξης και με αφετηρία την ύπαρξη
αυτού του σημαίνοντος. Οπότε, πέρα από κάθε σημαίνον που ενδεχομένως
έχει σημασία για το υποκείμενο, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι η
μόνιμη και η αδιαλειπώς ευαισθητοποιημένη χρήση του σημαίνοντος στο
σύνολό του.
Το σημείο, εφόσον
μεταχειριζόμαστε αυστηρά τον όρο, είναι πάντοτε συσχετισμένο με μια
παρουσία, ενώ το σημαίνον είναι άρθρωση.
Είναι άρθρωση σημαίνει ότι έχει
αξία για ένα άλλο σημαίνον με το οποίο συγκροτεί σύστημα και δεν
αποτελεί σημείο της παρουσία ενός όντος.
Αυτό μάλιστα περιλαμβάνει ο
στοιχειώδης και συνάμα παράδοξος ορισμός που δίνει ο Λακάν για το
σημαίνον, ότι αναπαριστά ή εκπροσωπεί το υποκείμενο για ένα άλλο
σημαίνον, ένα υποκείμενο το οποίο ακριβώς υποδηλώνεται από το σημείο της
απουσίας του.
Έχουμε συνεπώς, στην ίδια σειρά, εδώ μεν το είναι [το
ον], εδώ δε το έλλειμμα – του - είναι [το έλλειμμα όντος]. Σημείο ◊
Παρουσία – Είναι [Être] $ Σημαίνον Απουσία – Έλλειμμα – του – Είναι
[Manque à être]
Tούτη η διχοτομία έχει αξία θεωρητικής μήτρας και
επιτρέπει λόγου χάριν να σκεφτούμε πως συμβαίνει το σημαίνον να μπορεί
να γίνει σημείο.
Πράγμα που καθόλου δεν υποδηλώνει ο ορισμός του, κάθε
άλλο μάλιστα. Το σημείο στην καθαυτό χρήση του είναι συσχετισμένο με
παρουσία όντος, ενώ το σημαίνον είναι πάντα συσχετισμένο με έλλειμμα
όντος.
Σε ό,τι ονομάζουμε συμβολική τάξη, εκεί, τα σημαίνοντα μιλάνε με
τα σημαίνοντα.
Το διαγραμμένο υποκείμενο του Λακάν καταγράφει το
υποκείμενο, αλλά ως ήδη νεκρό. Είναι το υποκείμενο του σημαίνοντος που
είναι στοιχείο καθαρής λογικής.
Αυτό που ο Λακάν ονομάζει υποκείμενο
διατηρείται κάλλιστα εκτός σώματος, εκτός ζωής.
Όταν υπάρχει κάποιος,
τότε υπάρχουν σημεία [signes]. Υπάρχει κάποιος. Λέγοντας ότι υπάρχει
κάποιος, σημαίνει ότι δεν υπάρχει μονάχα το υποκείμενο του σημαίνοντος.
Τι παραπάνω υπάρχει από το υποκείμενο του σημαίνοντος, από εκείνο το
υποκείμενο που εάν ήταν νεκρό δεν θα το ήξερε; Βρισκόμαστε, λοιπόν,
έχοντας από τη μία μεριά τη λογική του σημαίνοντος με το νεκρό της
υποκείμενο και από την άλλη μεριά το άτομο το σφριγηλό που προσβάλλεται
από το ασυνείδητο.
Επειδή υπάρχουν αυτές οι δύο όψεις, γι’ αυτό ο Λακάν
εισάγει την υπόθεσή του, όπως λέει,
δηλαδή ότι το υποκείμενο του σημαίνοντος και το άτομο, δηλαδή το σώμα, που προσβάλλεται, είναι ένα και το αυτό.
Εξυπακούεται από αυτά ότι το σημαίνον δεν έχει ως επιτέλεσμα μόνο το σημαινόμενο αλλά και το συναίσθημα ενός σώματος.
*di-matzi.blogspot.gr