Μια κριτική για τον σύγχρονο μάγο (TV, SM) των αισθήσεων και
παραισθήσεων όπου οι πολίτες βλέπουν φάρμες με ζώα, τα οποία βέβαια
πραγματικά ζώα κρύβονται από ντροπή αφήνοντας τα κανονικά όρθια ζώα να
κακαρίζουν χωρίς να κοκκινίζουν.
Αν το μαγικό κουτί παλιότερα και ο μεγάλος αδελφός σήμερα -όπερ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης- άφηνε λίγο έστω μυαλό στους εν οίκω εικονολάτρες και εν δήμω εικονομάχους (τα μέσα αυτά οι πιστοί τα λατρεύουν, τα βλέπουν και τα κριτικάρουν ταυτόχρονα), θα αναρωτιόντουσαν τελικά πως γίνεται οι θεατές να μισούν το θέαμα αλλά ταυτόχρονα να το λατρεύουν. Να κάνουν δηλαδή κριτική για την ποιότητα του θεάματος, ενώ να γίνονται ταυτόχρονα οι ίδιοι πρωταγωνιστές του και κομπάρσοι του (στην ποδιά και την οθόνη της Πενταγιώτισσας σφάζονται όχι σαράντα, αλλά όλα σχεδόν τα παληκάρια του πλανήτη).
Η περίοδος της πανδημίας χτύπησε κόκκινο όχι μόνο στις εντατικές, αλλά και στα μυαλά του ανθρώπου. Οι μεγάλοι λιμοί και οι θανατηφόρες λοιμώξεις στην ιστορία ήταν οι αιτίες για βαθύτερη δημιουργική (επιστημονική) σκέψη, αλλά και το ανάποδό της: Μια σκέψη φοβίας και ταυτόχρονα λατρείας στο μεταφυσικό, όπου οι εκκλησίες και τα μοναστήρια έδιναν άφεση αμαρτιών στους ταπεινωμένους και κολασμένους θνητούς – έναντι αμοιβής βεβαίως, γιατί ακόμα και ο θάνατος με την τυχαιότητά του απαιτεί τίμημα για να περάσει κανείς στην αιωνιότητα και την αθανασία.
Ο άνθρωπος αιώνες τώρα ζει για να υποτάσσεται και να υποτάσσει ˙ γιατί μπορεί ο ποιητικός λόγος να μιλά για την αγάπη του ανθρώπου για την ελευθερία, αλλά στην πράξη την σιχαίνεται περισσότερο και από τον θάνατο. Η ελευθερία τρομάζει με τη μοναξιά και την υποχρέωση να επιλέγω, να αποφασίζω και να παίρνω τον δρόμο μόνος στο σκοτάδι του μέλλοντος, όπου οι λύκοι, οι μέδουσες και οι ερινύες καραδοκούν.
Είναι δε βέβαιο πως οι εξουσίες ως πιο ευφυείς σχεδόν πάντα από τους υπηκόους, ήξεραν πως οι απαγορεύσεις θα ήταν πολύ εύκολα ανεκτές, ιδιαίτερα σήμερα που οι έγκλειστοι περνάνε μια χαρά παρέα με τη μεγάλη αδελφή που από τον καναπέ και τζάμπα διασκεδάζει, όπως στα κανονικά σκυλάδικα, γλιτώνοντας μάλιστα τις μπόμπες των πειραγμένων αλκοολούχων.
Ο μέγας Μακιαβέλι είπε πως οι υπήκοοι είναι καλύτερο να σε αγαπάνε, αλλά αν δεν γίνεται, κάνε τους να σε φοβούνται. Ο θάνατος, σε αντίθεση με την ελευθερία, ξυπνάει τα αισθήματα για φίλους που είχαμε ξεχάσει και για εχθρούς που δε μας απειλούν πλέον. Οι νεκροί δε μας δημιουργούν υποχρεώσεις (ΑΚ), μας αφήνουν ελεύθερους και, αν μας υποχρεώνουν σε κάτι, είναι η μνήμη και η συγκίνηση ∙ η μνήμη όμως είναι κοντή και η συγκίνηση μεγάλη και προπάντων, μοναδική και ηδονική όπως όλες οι αισθήσεις που ξυπνούν, είτε από τα ρίγη του φόβου, είτε από τα πάθη των ερώτων.
Η πανδημία με τον τρόπο της ανάγκασε αθώους και αμαρτωλούς να συνυπάρξουν κάτω από την αγία σκέπη του ναού της εντοιχισμένης ευτυχίας, με την αγάπη ως συγκολλητική ουσία, γνωρίζοντας όμως καλά πως η αγάπη για την εκλεπτυσμένη γλώσσα είναι όπως τα μεταξωτά εσώρουχα που δεν σημαίνουν πάντα καθαριότητα και επιδεξιότητα.
Ο φόβος για τον θάνατο δεν είναι θάνατος καθεαυτού αλλά η ιδέα του και μόνο, εξού και η έννοια της αθανασίας ∙ συμβαδίζει πάντα με το τυχαίο (ή ατυχές) συναπάντημα του με μαρτυρίες των άλλων και όχι ημών των ίδιων που ευτυχώς ή δυστυχώς δεν ζούμε πλέον για να το περιγράψουμε ως γεγονός.
Σε αυτή την φάση ταιριάζει η ιδυοφυής φράση του Camus πως ο θάνατος είναι μοναχικός ενώ η υποδούλωση συλλογική. Το γνωστό σύνθημα «όλοι μαζί μπορούμε» μαζι με το «και εγώ μαζί (me too) περιγράφει με ακρίβεια αυτή την κινηματική ιδέα που αθωώνει το κοπάδι από τις ενοχές και εξυψώνει το άτομο στον σταυρό, όχι για να σταυρωθεί, αλλά για να θαυμαστεί και αθωωθεί, γιατί όλοι θέλουμε να είμαστε με την πλευρά των νικητών και των αθώων για να κρίνουμε τις αμαρτίες των άλλων.
Τα ιερά, τα όσια και τα αθώα έχουν την ιδιότητα της αφηρημένης ομοιότητας που μας οδηγεί στις μνήμες του παραδείσου πριν το προπατορικό αμάρτημα, σε μια δηλαδή απενοχοποιημένη δυστυχία που οι υποκρισίες των μυαλών τις περιγράφουν σαν ευτυχίες.
Πρέπει να’ ναι κανείς με το μέρος της αθωότητας πάντα για να μπορεί να κατηγορεί ανενδοίαστα όλους τους υπόλοιπους καλώντας τους να αποδεχτούν τις ανέσεις της δουλείας, φτάνει να την παρούσιαζουν σαν πραγματική ελευθερία για να επεκτείνουν τις κρίσεις σε όλους τους άλλους και να ελαφρώσουν το βάρος των ενοχών στους δικούς τους ώμους: «Ήμουν και εγώ εκεί πάνω στην έδρα, για να καταραστώ την κοινωνία από τις οθόνες των υπολογιστών και της μεγάλης αδελφής, να ηθικολογώ από τα φωτεινά, λουλούδατα σαλόνια για τις αμαρτίες που τις ονόμασαν και αρετές στις εκκλησίες και τους δήμους».
Ηγέτης της στιγμιαίας ηθικής και μιας δικαιοσύνης που πόρρω απέχει από την αληθή στιγμή, αφού με την τήβεννο του δικαστή θα θριαμβεύω λοιδορώντας, με την βιασμένη μου ψυχή, με όλους να μπορούν μαζί και ο καθένας χώρια να θριαμβεύει πάνω στα στραπατσαρισμένα θύματα… Αφού με την ηθική το σώμα χάνει την αξιοπρέπεια του, με την θρησκεία την ιερότητά του, με την πολιτική την πολυπλοκότητα του και με την οικονομία τα αποθέματά του.
Αν η κοινωνία μου μοιάζει, ζω κατ’ εικόνα και ομοίωση της γονατιστός μεν, αλλά ενωμένος με τους άλλους γονατιστός είναι βέβαιο πως δε θα βλέπω πάνω, αλλά κάτω, ταπεινωμένος μα ζωντανός.
Όλα αυτά πολλές φορές σημαίνουν το αντίθετο, γι’ αυτό σε αυτή την περίοδο του εγκλεισμού η υποχρεωτική αγάπη ξεχείλισε το ποτάμι της καθαρής λατρείας, μετατρέποντάς το σε αγωγό λυμάτων των ανθρώπινων παθών που φουσκώνουν τα πανιά με αέρα που ρίχνει το καράβι στα βράχια.
Οι άνθρωποι στην κοινωνία επικοινωνούν και κοινωνούν με το πιο πολιτισμένο και φωτισμένο τους πρόσωπο, αυτό που στην σπηλιά κρύβεται από τις σκιές των φαντασμάτων, παραμορφώνοντάς το με τα τέρατα που κρύβει η ανθρώπινη ψυχή, χωρίς να μπορεί όμως να τα σκοτώσει ποτέ. Στον λαβύρινθο το νήμα της Αριάδνης είναι για να βρει ο εγκλωβισμένος την άκρη και να σωθεί από το Μινώταυρο χωρίς να σκοτωθεί και να σκοτώσει.
Στην σπηλιά με τις άγιες οικογένειες υπάρχουν ιεραρχήσεις: Το μεγάλο «άλφα» άρρεν, το θήλυ η φοβερά μητέρα με τις θεϊκές ιδιότητες και οι αδηφάγες μηχανές επιθυμιών που’ ναι οι λατρεμένοι απόγονοι σαν άλλοθι της εξουσίας των γεννητόρων. Από το μαντρί δεν λείπουν βέβαια τα μικρά ζωάκια, ντυμένα ανάλογα με τον παρά του ιδιοκτήτη, που θα υποτάσσονται στα παιχνίδια των παιδιών για να’ χουν και αυτά έναν ρόλο εξουσίας από μικρά, για να επιβιώσουν αργότερα στην ενήλικη ζωή ως ηγεμόνες… Έχετε προσέξει βέβαια ότι το μέγεθος των ζώων είναι δυσανάλογο ως προς το μέγεθος της περιουσίας του ιδιοκτήτη ∙ όσο πιο μικρό, τόσο πιο μεγάλη η περιουσία.
Κωνσταντινίδης Κωνσταντίνος