Ο Μίκης Θεοδωράκης σε συνέντευξή του στην
εφημερίδα Πρώτο Θέμα μιλάει, ανάμεσα σε άλλα, για την κατοχή, την
Ρωμιοσύνη αλλά και τον θάνατο.
Οποιος έχει το προνόμιο να μπει έστω και μια φορά στο σπίτι του Μίκη
Θεοδωράκη, παθαίνει ένα διπλό σοκ. Το πρώτο έρχεται από τη θέα του
σαλονιού του. Το Ηρώδειο και η Ακρόπολη γεμίζουν σαν ζωντανός πίνακας
τον έναν τοίχο από άκρη σε άκρη και αλλάζουν χρώματα ώρα με την ώρα -
ανάλογα με το φως του ήλιου και το βάρος της συννεφιάς.
Χαζεύοντας τη
θέα αυτή με τις ώρες, περνά τα απογεύματά του ο Μίκης, ακούγοντας
παράλληλα μουσική και ανακατεύοντας μνήμες από μια πορεία 92 χρόνων,
στην οποία χωρούν... είκοσι ζωές κοινών θνητών.
«Αυτή η εικόνα θα μου λείψει περισσότερο απ’ όλα όταν θα “φύγω”», μου
λέει καλωσορίζοντάς με με ένα πλατύ και φιλόξενο χαμόγελο.
«Θα σας λείψει πιο πολύ κι από την μπαγκέτα;» τον ρωτάω.
Το σκέφτεται για μερικά δευτερόλεπτα. «Πιο πολύ. Χρόνια την κοιτάω και
δεν την έχω χορτάσει ακόμα. Η εικόνα της Ακρόπολης είναι σαν συμφωνία.
Σαν μια συμφωνία ψυχρής μουσικής», λέει.
Το δεύτερο σοκ έρχεται λίγα λεπτά αργότερα, όταν αρχίζεις να συνειδητοποιείς με ποιον μιλάς.
Νομίζεις ότι μιλάς με έναν μουσικοσυνθέτη παγκοσμίου φήμης, ο οποίος στα
92 του χρόνια θα επαναλαμβάνει αργά και μονότονα τις επιτυχίες της
ταραχώδους ζωής του.
Και ξαφνικά διαπιστώνεις ότι μιλάς με έναν άνθρωπο
που παραμένει ενεργός και πολύστροφος, του οποίου η κάθε κουβέντα
αποτελεί απόσταγμα σοφίας και συσσωρευμένης εμπειρίας. Μετρημένη,
ζυγισμένη και συχνά... θανατηφόρα!
Στο παρελθόν ο Μίκης Θεοδωράκης είχε δηλώσει ότι
οι Έλληνες δεν είναι ώριμοι και έτοιμοι να δεχτούν τα πάντα.
Σήμερα
θεωρεί ότι δεν είναι έτοιμοι να δεχτούν τις συνέπειες της πολιτικής της
υποτέλειας από το μνημόνιο και μετά. Την απόλυτη φτώχια και την τελική
καταστροφή του λαού και της χώρας που πλησιάζει με γοργά βήματα.
Στην ερώτηση για το τι τον τρομάζει περισσότερο
για το μέλλον αυτού του τόπου, τόνισε ότι ο Έλληνας υποχωρεί μπροστά
στην πίεση – επίθεση ελπίζοντας ότι θα βρεθεί κάποιος τρόπος διαφυγής.
Όταν όμως ακουμπήσει η πλάτη του στον τοίχο, τότε γίνεται ήρωας ή
ραγιάς.
Έχει περάσει δύσκολα στην κατοχή, αλλά δεν θυμάται
να έχει ξαναδεί ηλικιωμένους να περιμένουν στην ουρά για να πάρουν ένα
λάχανο, σημειώνοντας ότι θυμάται από τότε που ήταν στον ΕΛΑΣ ότι
«πεινασμένους και τους αρρώστους δεν τους αφήναμε έτσι. Τους φροντίζαμε
παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις κακουχίες τους».
Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν φοβάται να μιλήσει για τον
θάνατο, τον οποίο αποκαλεί «αποχαιρετισμό». Με αφορμή αυτό ο
εμβληματικός καλλιτέχνης θυμήθηκε πώς είχε καταφέρει να γλυτώσει τον
θάνατο, όταν οδηγήθηκε μπροστά στον βασανιστή Λάμπρου.
Καθώς εκείνος κοιτάζοντάς τον με παγωμένο βλέμμα,
τον ρώτησε εάν ξέρει ότι η ζωή του δεν κοστίζει τίποτα. Τότε ο Μίκης
φοβήθηκε πολύ και άρχιζε να τραγουδάει νότες: «Παράμ, παρά, παράμ…
«Τι είναι αυτό ρε» τον ρωτάει. Ο Ζορμπάς του
απαντάει ο Μίκης και πρόσθεσε: «Η μουσική του “Ζορμπά”. Αν πεθάνω, κάθε
φορά που θα ακούγεται θα σε κυνηγάει ο “Ζορμπάς”. Και εσένα και τα
αφεντικά σου».
«Έτσι νομίζω γλίτωσα. Πρέπει να με γλίτωσε ο “Ζορμπάς”. Αλλιώς ήμουν ξεγραμμένος, καταλήγει ο μεγάλος Έλληνας μουσικοσυνθέτης.