Home » , , , » Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ : Ο Μπασάρ αλ Άσαντ (Bashar al-Assad) wikipedia.org

Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ : Ο Μπασάρ αλ Άσαντ (Bashar al-Assad) wikipedia.org



Ο Μπασάρ αλ Άσαντ (Bashar al-Assad, αραβικά بشار الأسد) είναι Πρόεδρος της Συρίας και Περιφερειακός Γραμματέας του Κόμματος Μπάαθ της Συρίας, γιος του πρώην Προέδρου Χαφέζ αλ Άσαντ.
Συμπεριλήφθη στη λίστα που εξέδωσε το περιοδικό Time για τα «Πρόσωπα με τη Μεγαλύτερη Επιρροή Παγκοσμίως» για το έτος 2012.

Σταδιοδρομία

Νεανικά χρόνια και σπουδές


Η οικογένεια του Χαφέζ Αλ Άσαντ. Ο Μπασάρ βρίσκεται στην αριστερή άκρη της φωτογραφίας.
Γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1965 στη Δαμασκό. Γιος της Ανισέχ και του Χαφέζ Αλ Άσαντ, ο Μπασάρ ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας Άσαντ και ο δεύτερος γιος μετά τον Μπασίλ Αλ Άσαντ, τον οποίο ο Χαφέζ προόριζε να τον διαδεχθεί στη θέση του Προέδρου της Συρίας. Όπως όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας Άσαντ, ο Μπασάρ ανήκει στην τοπική θρησκευτική ομάδα των Αλαουιτών(Alawīyyah, Αραβικά: علوية), μια αίρεση των Σιιτών μουσουλμάνων (να μην συγχέεται με την Τουρκική θρησκευτική σέκτα των Αλεβί), που είναι εγκαταστημένοι κυρίως στη δυτική Συρία, στην ακτή της Μεσογείου και αποτελούν μόλις το 11% του πληθυσμού της χώρας (το 74% των Σύρων είναι Σουνίτες).

Σπούδασε στη Γαλλο-Αραβική σχολή του Αλ-Χουριγιάχ στη Δαμασκό. Το 1988 ξεκινά τις σπουδές του στη Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Δαμασκού, στο τμήμα Οφθαμολογίας. Ολοκλήρωσε το πρώτο έτος ειδικότητας στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Τισρίν στη Δαμασκό, ενώ το 1992 συνεχίζει για την ειδικότητα στο νοσοκομείο Western Eye στο Λονδίνο.[2] Τον Ιανουάριο του 1994, όμως, αναγκάζεται να διακόψει τις σπουδές του και να επιστρέψει στη Δαμασκό, όταν ο αδελφός του Μπασίλ σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα,[3] έξω από το αεροδρόμιο της Δαμασκού (21 Ιανουαρίου 1994). 

Ο Μπασάρ θα εισέλθει τότε στη στρατιωτική ακαδημία του Χομς. Ο νεαρός Μπασάρ έλαβε εκεί τη στρατιωτική του εκπαίδευση και το 1999 έφθασε στο βαθμό του Συνταγματάρχη.[4]

Ανάληψη της εξουσίας και η «Άνοιξη της Δαμασκού» (2000-2001)

Στις 10 Ιουνίου 2000, στη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον Πρόεδρο του Λιβάνου, Εμίλ Λαχούντ, ο Χαφέζ υπέστη καρδιακή προσβολή και πέθανε. Ο γιος του, Μπασάρ, τον διαδέχθηκε αμέσως στην προεδρία.
Η πρώτη περίοδος του Μπασάρ Αλ Ασάντ στην εξουσία της Συρίας συνδέθηκε με την προσπάθειά του για την πάταξη της διαφθοράς, τον εκσυγχρονισμό του κράτους και της κοινωνίας και την προσπάθεια για οικονομική ανάπτυξη. Πολλοί από τους παλιούς υπουργούς απολύθηκαν, χορηγήθηκε αμνηστία σε εκατοντάδες πολιτικούς κρατούμενους και η φυλακή Mazzeh έκλεισε.[5]  

Ταυτόχρονα άρχισε να αναπτύσσεται, με την ενίσχυση από τον ίδιο τον Άσαντ, η διαδικτυακή τεχνολογία. Πριν γίνει πρόεδρος, άλλωστε, ο ίδιος είχε διατελέσει πρόεδρος της Συριακής Εταιρείας Πληροφορικής, η οποία εισήγαγε το 2001 το Ίντερνετ στη χώρα. Τα επόμενα χρόνια προσπάθησε να εισάγει και ιδιωτικά σχήματα στο κρατικό τραπεζικό σύστημα (Νόμος 28, Μάρτιος 2001[6]), ίδρυσε το 2009 το χρηματιστήριο της Δαμασκού[7] και βοήθησε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας μειώνοντας τη φορολογία σε αυτές.

Στη περίοδο αυτή, που έγινε γνωστή ως «η Άνοιξη της Δαμασκού», έκαναν την εμφάνισή τους στη χώρα τα λεγόμενα muntadāt (σαλόνια), μικρές ομάδες ατόμων οι οποίες συζητούσαν γύρω από πολιτικά και κοινωνικά θέματα.[8] Ανάμεσά στους συνομιλητές υπήρχαν αρκετοί διανοούμενοι αλλά και μέλη του κόμματος Μπάαθ αλλά και της αντιπολίτευσης.

Όμως, σύντομα η κυβέρνηση Άσαντ σταμάτησε τις προσπάθειές αυτές. Αρκετοί από τους απελευθερωμένους πολιτικούς κρατούμενους του 2000 συνελήφθησαν ξανά, όπως και αρκετά μέλη των muntadāt, κατηγορούμενοι για σχέσεις με την (Σουνίτικη) Μουσουλμανική Αδελφότητα

Η κυβέρνηση απαγόρευσε επίσης την πρόσβαση σε συγκεκριμένες σελίδες του Διαδικτύου, με νόμο που ψηφίστηκε το 2007. Ανάμεσα στις σελίδες που απαγορεύτηκαν[9][10][11] ήταν το Youtube, το Facebook, διάφορες αραβόφωνες ειδησεογραφικές ιστοσελίδες αλλά και η Αραβική Βικιπαίδεια, ενώ τα ίντερνετ καφέ υποχρεώνονταν πια να καταγράφουν τις συνομιλίες και τα σχόλια στα διάφορα chat forums.[12]  

Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και την έναρξη του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας» από την πλευρά των ΗΠΑ και την εισβολή στο Ιράκ, με εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες να καταφθάνουν στη χώρα από τις εμπόλεμες περιοχές, την αύξηση της απειλής οργανώσεων όπως η Αλ Κάιντα διεθνώς και η εγχώρια πολιτική οργάνωση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας που είχαν ως στόχο την ανάδειξη ισλαμιστικών κρατών, αλλά και την ταυτόχρονη επιθετική πολιτική των ΗΠΑ κατά της Δαμασκού.[5]

Επανάσταση των Κέδρων (Λίβανος 2005)

Ο Μπασάρ αλ Άσαντ με τη συζυγό του Άσμα Αλ Ακχάρς.
Στις 14 Φεβρουαρίου 2005 δολοφονήθηκε στην Βηρυτό ο Λιβανέζος πρωθυπουργός Ραφίκ Χαρίρι όταν η αυτοκινητοπομπή του ανατινάχτηκε απέναντι από το παραλιακό ξενοδοχείο Σαιν Τζωρτζ (Saint George Hotel) της λιβανικής πρωτεύουσας. Στις εκθέσεις που ακολούθησαν την δολοφονία γινόταν λόγος για πιθανή ανάμιξη των μυστικών υπηρεσιών της Συρίας στη δολοφονία του Λιβανέζου πρωθυπουργού.[13][14]  

Μάλιστα η έκθεση Mehlis έκανε ειδική αναφορά για ανάμιξη του αρχηγού της υπηρεσίας πληροφοριών του στρατού της Συρίας, του Ασσέφ Σαβκάτ (Assef Shawkat), ο οποίος είναι γαμπρός του ίδιου του Μπασάρ αλ Άσαντ (σύζυγος της μεγάλης αδελφής του Μπασάρ, Μπούσρα).

Ο θάνατος του Χαρίρι είχε ως συνέπεια δραματικές πολιτικές αλλαγές στο Λίβανο, που οδήγησαν στη λεγόμενη «Επανάσταση των Κέδρων» (Cedar Revolution). Κύριος στόχος των Λιβανέζων διαδηλωτών ήταν η απόσυρση των 14.000 στρατιωτών και μυστικών πρακτόρων που διατηρούσε η Συρία στη χώρα[15] και η διάλυση της κυβέρνησης του Ομάρ Καράμι, που ήταν φίλα προσκείμενη στη Συρία.

Μετά τις διαδηλώσεις, οι ξένες χώρες (και κυρίως η Γαλλία και οι ΗΠΑ) ζήτησαν από την Συρία τη συμμόρφωσή της με το ψήφισμα 1959 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Απρίλιος 2004[16]), σύμφωνα με το οποίο η Συρία όφειλε να αποσύρει πλήρως τα στρατεύματά της από τον Λίβανο ενώ απαιτούσε και τον αφοπλισμό της Χεζμπολάχ. Ο Άσαντ δήλωσε (στις 2 Μαρτίου 2005[17] ) πως ήταν πρόθυμος να αποσύρει τα στρατεύματα της Συρίας από τον Λίβανο. Χωρίς να δώσει πλήρες χρονοδιάγραμμα, ανακοίνωσε (στις 5 Μαρτίου 2005) πως θα αποσύρει τις δυνάμεις του στην κοιλάδα Μπεκάα, στον ανατολικό Λίβανο, και στη συνέχεια στα σύνορα μεταξύ Συρίας και του Λιβάνου. Από την άλλη, η Χεζμπολάχ κάλεσε (8 Μαρτίου 2005) σε διαμαρτυρία υπέρ της Συρίας και του Άσαντ και κατά της απόφασης 1559 του ΟΗΕ. 

Στις διαδηλώσεις της Χεζμπολάχ έλαβαν μέρος εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι.[18][19]
Αντίθετα, στη Συρία, πρόσωπα που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο την περίοδο της «Άνοιξης της Δαμασκού» και των muntadāt, έκαναν ξανά την εμφάνισή τους στο προσκήνιο, ζητώντας περισσότερες αλλαγές. Τον Ιανουάριο του 2006, 5 πολιτικοί κρατούμενοι που είχαν σχέση με την περίοδο της «Άνοιξης της Δαμασκού» αφέθηκαν ελεύθεροι, με τους διεθνείς αναλυτές να κάνουν λόγο για προσπάθεια από πλευράς της κυβέρνησης να εκτονώσει την διεθνή πίεση.[20]

Τελικά, τα συριακά στρατεύματα ξεκίνησαν να αποσύρονται από τον Λίβανο στις 9 με 10 Απριλίου 2005, τερματίζοντας μια παρουσία 29 χρόνων στη χώρα. Μέχρι τις 26 Απριλίου όλα τα Συριακά στρατεύματα είχαν αποσυρθεί από τη χώρα.[21]

Η Αραβο-ισραηλινή διαμάχη του 2006 και η επανεκλογή του, το 2007

Το 2006 ο Άσαντ αντιμετώπισε τη σοβαρή κρίση από τον πόλεμο στο Λίβανο, μεταξύ του Λιβάνου και του Ισραήλ

Ο Άσαντ τάχθηκε φανερά στο πλευρό της Χεζμπολάχ,[22] ενώ προειδοποίησε επίσης το Ισραήλ πως καθώς η αραβική αντίσταση μεγάλωνε, στο μέλλον τίποτα δεν θα μπορούσε να το προστατεύσει, καλώντας το να σταματήσει την τακτική του προληπτικού πολέμου αν επιθυμούσε την ειρήνη στη περιοχή.[23]  

Οι ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης των 34 ημερών, είχαν κατηγορήσει τόσο τη Συρία όσο και το Ιράν του Μαχμούτ Αχμεντινετζάντ ως καθοδηγητές της Χεζμπολάχ, την οποία κατηγορούσαν για την σύγκρουση.

Στις 27 Μαΐου 2007 επανεξελέγη στην προεδρία, σε ειδικό δημοψήφισμα, με το 97,6% των ψηφισάντων να τάσσεται υπέρ του.

Τον Απρίλιο του 2008, ο Άσαντ δήλωσε πως είχαν συζητήσει με το Ισραήλ μια συνθήκη ειρήνης για ένα χρόνο, με μεσολαβητή την Τουρκία. Αυτό επιβεβαιώθηκε τον Μάιο του ίδιου έτους και από την πλευρά του Ισραήλ.[24]

Αραβική Άνοιξη (2011- )Συριακή εξέγερση 2011

Το 2011 ο αραβικός κόσμος συγκλονίζεται από διαμαρτυρίες κατά των διάφορων «κοσμικών καθεστώτων», ένα φαινόμενο που έγινε γνωστό ως «Αραβική Άνοιξη». 

Στη Συρία, οι πρώτες διαμαρτυρίες ξεκίνησαν τον Ιανουάριο και επηρεάστηκαν από άλλες παρόμοιες κινήσεις στην περιοχή. Οι διαδηλωτές ζητούσαν την αποκατάσταση των δικαιωμάτων των πολιτών, καθώς και να τεθεί ένα τέλος στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που έχει τεθεί σε εφαρμογή από το 1963.

 Ένα κάλεσμα σε «μια ημέρα της οργής» ορίστηκε για τις 4 με 5 Φεβρουαρίου, αλλά χωρίς να καταφέρει να πραγματοποιηθεί.

 Οι πρώτες μαζικές διαδηλώσεις κατά της πολιτικής της κυβέρνησης πραγματοποιήθηκαν στις 15και στις 16 Μαρτίου,ενώ οι διαδηλώσεις στις 18 με 19 Μαρτίου ήταν οι μεγαλύτερες που είχαν λάβει χώρα στη Συρία για πολλές δεκαετίες. 

Πολλές νέες διαδηλώσεις ακολούθησαν όλη την επόμενη περίοδο.
Οι συριακές αρχές αντέδρασαν με βία κατά των πολιτών, με τον ΟΗΕ να διατάζει την έρευνα για την βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων (22 Μαρτίου),κυρίως αυτών στην πόλη Νταράα, όπου μόνο από τις 18 μέχρι τις 24 Μαρτίου ο αριθμός των νεκρών διαδηλωτών είχε φτάσει, σύμφωνα με καταγγελίες ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, σε 21 ανθρώπους.[31] 

 Ως απάντηση η κυβέρνηση υποσχέθηκε σειρά μέτρων, μεταξύ των οποίων είναι η άρση του στρατιωτικού νόμου και η νομιμοποίηση πολιτικών κομμάτων πέρα από το κυβερνών.

 Στις 29 Μαρτίου ο Άσαντ δέχθηκε την παραίτηση της κυβέρνησής του, με τον πρωθυπουργό Μουχάμαντ Νατζί αλ Οταρί, όμως, να συνεχίσει να ασκεί υπηρεσιακά τα καθήκοντά του.

Στις 16 Απριλίου, ο Άσαντ ανακοίνωσε πως προχωρά στην άρση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης στη χώρα, η οποία θα ίσχυε από την επόμενη εβδομάδα.

 Στις 19 Απριλίου ο πρόεδρος Άσαντ αίρει, τελικά, την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ύστερα από 48 χρόνια.  

Τίποτα, όμως, δεν κατάφερε να σταματήσει ούτε τις διαδηλώσεις ούτε τη βίαια καταστολή τους.

Στις 18 Μαΐου 2011, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα υπέγραψε μια εκτελεστική απόφαση με την οποία έθετε σε ισχύ κυρώσεις κατά του Μπασάρ αλ Άσαντ, σε μια προσπάθεια να πιέσει το καθεστώς του «...να τερματιστεί τη χρήση βίας εναντίον του λαού του και να αρχίσει την μετάβαση σε ένα δημοκρατικό σύστημα που προστατεύει τα δικαιώματα των Σύρων...»  

Οι κυρώσεις αφορούσαν στο πάγωμα των τυχόν περιουσιακών στοιχείων του Σύρου Προέδρου, είτε στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε εντός της δικαιοδοσίας των ΗΠΑ. 

  Την 23η Μαΐου του 2011, οι Υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ συμφώνησαν, σε συνεδρίαση στις Βρυξέλλες, να καταχωρήσουν τον Μπασάρ αλ Άσαντ και εννέα άλλους αξιωματούχους του σε λίστα απαγόρευσης επίσκεψης στην ΕΕ, καθώς και σε πάγωμα τυχόν περιουσιακών στοιχείων τους.

 Στις 24 Μαΐου 2011 κυρώσεις επέβαλε και ο Καναδάς.

Στις 20 Ιουνίου 2011, σε μια ομιλία διάρκειας περίπου μιας ώρας ως απάντηση στα αιτήματα των διαδηλωτών και τις ξένες πιέσεις, ο Μπασάρ αλ-Άσαντ υποσχέθηκε «εθνικό διάλογο», που θα περιλάμβανε κινήσεις προς τη μεταρρύθμιση, νέες κοινοβουλευτικές εκλογές και μεγαλύτερη ελευθερίες. 

Προέτρεψε επίσης τους πρόσφυγες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους από την Τουρκία στην οποία είχαν διαφύγει, ενώ διαβεβαίωσε πως θα παραχωρούσε αμνηστία και κατηγόρησε «ένα μικρό αριθμό σαμποτέρ» για την όλη αναταραχή που προκλήθηκε.

Στα τέλη Αυγούστου, η Διεθνής Αμνηστία κατήγειλε σε έκθεσή της πως οι θάνατοι κρατουμένων στις φυλακές της Συρίας είχαν αυξηθεί κατακόρυφα τους τελευταίους μήνες, κάνοντας λόγο για «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» από το καθεστώς Άσαντ και απευθύνοντας έκκληση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για προσφυγή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ώστε να διεξαγάγει έρευνα στη χώρα.

Η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Πορτογαλία αποφάσισαν στα τέλη Σεπτεμβρίου την προώθηση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ενός σχεδίου για απόφαση κατά της Συρίας, το οποίο θα καταδίκαζε το συριακό καθεστώς για τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων χωρίς όμως να προχωρά σε κυρώσεις.
Η Κίνα και η Ρωσία, όμως, άσκησαν βέτο στο σχέδιο, καθώς υποστήριξαν ότι μία απόφαση του ΟΗΕ θα άνοιγε το δρόμο σε στρατιωτική επέμβαση στη Συρία. Ο Μπασάρ αλ Άσαντ απείλησε πως σε περίπτωση που η Δύση επιχειρήσει στρατιωτική επίθεση στη χώρα του, τότε η Συρία θα επιτεθεί στο Ισραήλ.



Τα ρεύματα της αντιπολίτευσης που αντιτάσσονταν στο καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ σχημάτισαν το «Συριακό Εθνικό Συμβούλιο», μια ένωση «...που αντιπροσωπεύει τον κυρίαρχο συριακό λαό στον αγώνα του για την ελευθερία...». Το Συμβούλιο, που έχει ως στόχο την ανατροπή του Άσαντ, ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 2 Οκτωβρίου 2011.

Το Νοέμβριο, και ενώ οι κυβερνητικές δυνάμεις συνέχιζαν τη βίαιη καταστολή, ο Αραβικός Σύνδεσμος, αφού απέβαλε την Συρία από το μέλος του στις 16 του μήνα, έδωσε διορία στην κυβέρνηση της χώρας να αποδεχθεί αποστολή παρατηρητών για να μην βρεθεί αντιμέτωπη με οικονομικές κυρώσεις. 

 Αρχικά, το τελεσίγραφο δεν έγινε δεκτό και ο Σύνδεσμος προχώρησε στην επιβολή κυρώσεων στο καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ, ύστερα από έκτακτη σύνοδο στο Κάιρο. Στις κυρώσεις, οι οποίες είχαν άμεση ισχύ, περιλαμβάνονταν το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων, εμπάργκο στις επενδύσεις και απαγόρευση σε προσωπικότητες της χώρας να ταξιδεύουν στις χώρες-μέλη του, ακόμα και στενών συγγενών του ίδιου του Μπασάρ αλ Άσαντ όπως ο αδελφός του Μάχερ. 

Η κυβέρνηση του Άσαντ κατηγόρησε τον Αραβικό Σύνδεσμο για οικονομικό πόλεμο. Λίγες μέρες αργότερα οικονομικές κυρώσεις σε βάρος του καθεστώτος ανακοίνωσε και η κυβέρνηση της Τουρκίας,[48] ενώ σε νέες κυρώσεις προέβησαν και οι ΗΠΑ με την ΕΕ.

Την ίδια στιγμή ο ΟΗΕ διαπίστωνε σε έκθεσή του πως ο συριακός στρατός και οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας κατά τη συνεχιζόμενη καταστολή των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων, για τα οποία πρέπει να διωχθεί η ηγεσία της χώρας. 

Με τους νεκρούς να έχουν ξεπεράσει τους 4.000, στις αρχές Δεκεμβρίου τα Ηνωμένα Έθνη ανακοίνωσαν πως η χώρα βρισκόταν πια σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου.

Σε συνέντευξή του στο Αμερικανικό δίκτυο ABC στις αρχές Δεκεμβρίου, ο Άσαντ δήλωσε πως ότι δεν έχει δώσει καμία εντολή για πυρ κατά διαδηλωτών και πως «μόνο ένας τρελός θα το έκανε αυτό». 


'Δήλωσε επίσης πως οι δυνάμεις ασφαλείας δεν του ανήκουν, ότι «η πλειοψηφία» των ανθρώπων που σκοτώθηκαν «ήταν υποστηρικτές του καθεστώτος και όχι το αντίθετο», πως οι κυρώσεις σε βάρος της χώρας του «δεν συνιστούν κάτι καινούριο» και αμφισβήτησε την εγκυρότητα των πηγών πληροφόρησης για το τι συμβαίνει στην Συρία την περίοδο των εξεγέρσεων. 

Δήλωσε επίσης πως δεν αισθάνεται καμία ενοχή για το τι συμβαίνει:  

«Εκανα ό,τι καλύτερο για την προστασία του λαού, οπότε δεν νιώθω ένοχος. Λυπάσαι για τις ζωές που χάθηκαν. 

Αλλά δεν νιώθεις ένοχος όταν δεν σκοτώνεις ανθρώπους».

Τελικά, στα μέσα Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση Άσαντ δέχθηκε την αποστολή παρατηρητών του Αραβικού Συνδέσμου, με σκοπό την παρακολούθηση του σχεδίου για τον τερματισμό της κρίσης, που περιλαμβάνει την απόσυρση των στρατιωτών από τους δρόμους των πόλεων όπου πραγματοποιούνται οι διαδηλώσεις, την απελευθέρωση κρατουμένων και διάλογο της κυβέρνησης με την αντιπολίτευση, ενώ η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να διοργανώσει βουλευτικές εκλογές στις αρχές του 2012 και να τροποποιήσει το Σύνταγμα.

Τις αμφιβολίες της για το κατά πόσο ο Άσαντ θα τηρούσε τα συμφωνημένα αλλά και την αποτελεσματικότητα του σχεδίου του Αραβικού Συνδέσμου εξέφρασε η πλευρά των διαδηλωτών.


Στα μέσα Ιανουαρίου του 2012, ο Άσαντ χορήγησε γενική αμνηστία για όλα τα εγκλήματα που τελέστηκαν από τις 15 Μαρτίου του 2011 μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 2012. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η αμνηστία κάλυπτε όσους διαδήλωσαν ειρηνικά, αυτούς που έφεραν χωρίς άδεια όπλα αλλά και όσους τα παραδώσουν στις Αρχές ως τα τέλη του μήνα, ενώ αμνηστεύονταν και οι λιποτάκτες αν επέστρεφαν ως τις 31 Ιανουαρίου.  

Η άρνηση του Άσαντ όμως στην πρόταση του Αραβικού Συνδέσμου «...να μεταβιβάσει εξουσίες στον αντιπρόεδρο...» και, μέσα σε δύο μήνες, να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή και της αντιπολίτευσης,οδήγησε σε νέες κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση (εναντίον 22 στελεχών των δυνάμεων ασφαλείας και εναντίον οκτώ οργανισμών), σε νέα κλιμάκωση της βίας και τελικά στην αναστολή της αποστολής των παρατηρητών του Αραβικού Συνδέσμου, αν και η Συρία είχε αποδεχθεί την παράταση της αποστολής μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου.

Στις αρχές Φεβρουαρίου του 2012, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ συναντήθηκε με τον Μπασάρ αλ Άσαντ στην Δαμασκό. Κατά τις δηλώσεις του στους δημοσιογράφους, ο Λαβρόφ δήλωσε πως ο Άσαντ ήταν «...έτοιμος να ξεκινήσει διάλογο με όλες τις πολιτικές δυνάμεις στη Συρία, και διαβεβαίωσε για τη δέσμευση της συριακής κυβέρνησης να σταματήσει η βία από όλες τις πλευρές...» και «...ότι τις επόμενες ημέρες θα συναντηθεί με την επιτροπή που συνέταξε το σχέδιο για το νέο σύνταγμα...».[

Η συνάντηση αυτή έλαβε χώρα λίγες ημέρες μετά την εκ νέου άσκηση βέτο από την Κίνα και τη Ρωσία στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για ψήφισμα που καταδικάζει την βίαια καταστολή την Σύρια, σε μία συνεδρίαση όπου ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπάρακ Ομπάμα, κάλεσε τον Άσαντ «...να σταματήσει αμέσως τις δολοφονίες και τα εγκλήματα εναντίον του λαού του...να εγκαταλείψει την εξουσία και να επιτρέψει την άμεση δημιουργία μιας δημοκρατικής μετάβασης...», κατηγορώντας τον ότι «δολοφονεί αθώους».

Με τις βιαιοπραγίες κατά των αντιφρονούντων να συνεχίζονται με σφοδρότητα, ιδιαίτερα στο προπύργιό τους την πόλη Χομς, η ύπατη αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Νάβι Πιλάι, κατά τη διάρκεια συζήτησης στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού όπου είχε μεταφερθεί το θέμα για το ψήφισμα κατά της κυβέρνησης της Συρίας, δήλωσε στις 13 Φεβρουαρίου πως «Η φύση και η κλίμακα των παραβιάσεων της συριακής κυβέρνησης» δείχνει ότι διαπράττονται εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας από τον Μάρτιο του 2011.


Τον Μάρτιο του 2012, ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, λειτουργώντας ως απεσταλμένος του Οργανισμού και του Αραβικού Συνδέσμου, συναντήθηκε με τον Μπασάρ αλ Άσαντ στα πλαίσια ειρηνευτικής αποστολής στη Συρία. Ο αλ Άσαντ, στη συνάντησή τους, απέδωσε ξανά τις ευθύνες σε «ένοπλες ομάδες τρομοκρατών»,
αλλά τελικά αποδέχτηκε ένα σχέδιο έξι σημείων που πρότεινε ο Ανάν για τον τερματισμό της κρίσης, χωρίς όμως αυτό να τηρείται στην πράξη, με τις συγκρούσεις να συνεχίζονται και μετά την συμφωνία. 



Στα μέσα του ίδιου μήνα, η βρετανική εφημερίδα The Guardian δημοσίευσε περιγραφή από 3000 προσωπικά emails, τα οποία φέρονταν να είχαν υποκλαπεί από τα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία του ζεύγους Μπασάρ και Άσμα αλ Άσαντ. Σε αυτά ο Σύρος πρόεδρος φερόταν να έχει πλήρη γνώση για τα γεγονότα που συνέβαιναν στη χώρα, μέσω προσωπικού δικτύου ενημέρωσης, παρακάμπτοντας τα επίσημα κανάλια, να ζητά συμβουλές για την αντιμετώπιση της κρίσης από το Ιράν, να ζητά να ληφθούν μέτρα για την καταστολή εξεγερμένων πόλεων ενώ ταυτόχρονα να μη πιστεύει καθόλου τις μεταρρυθμίσεις και τις ενέργειες εκδημοκρατισμού. 

Έδειχνε επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επικοινωνιακή αντιμετώπιση της κατάστασης.

Αντίθετα, τόσο αυτός όσο και η σύζυγός του φέρονταν να συνεχίζουν να ζουν με χλιδή και ανεμελιά.
 

Προσωπική ζωή

Ο Μπασάρ αλ Άσαντ είναι παντρεμένος, από τον Δεκέμβριο του 2000, με την γεννημένη και μεγαλωμένη στο Λονδίνο, Άσμα Φαουάζ Αλ Ακχάρς (γεννημένη την 11η Αυγούστου 1975). Η οικογένεια της Άσμα είναι Συριακής καταγωγής, αλλά σουνίτες.  


Οι δυο τους γνωρίστηκαν την περίοδο που ο Άσαντ σπούδαζε στο Λονδίνο.

Έχουν αποκτήσει 3 παιδιά.


Δημοφιλείς αναρτήσεις μήνα

Δημοφιλείς αναρτήσεις διαχρονικά


ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ...


Live







Η λίστα ιστολογίων μου






Επαγγελματικός εξοπλισμός Am & Fm



 
Support : FACEBOOK PROFIL | Your Link | Your Link
Copyright Nikos Samourkas © 2013. radio roumeli news