Ούτε ένα ούτε δύο, αλλά... 82 προαπαιτούμενα για την ολοκλήρωση της
τελευταίας αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος πρέπει να υλοποιηθούν
στο διάστημα Μαρτίου-Ιουνίου (όταν θα ζητείται η ελάφρυνση του χρέους),
σύμφωνα με το επικαιροποιημένο συμπληρωματικό μνημόνιο, που υπέγραψαν το
περασμένο Σάββατο η κυβέρνηση και οι δανειστές και φέρνει σήμερα στο
φως η «Καθημερινή».
Απώτερος στόχος, φυσικά, είναι η έξοδος της χώρας από τα προγράμματα προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018.
Στο συμπληρωματικό Μνημόνιο (Supplemental Memorandum of Understanding) και στο τεχνικό Μνημόνιο που το συνοδεύει, καθορίζονται λεπτομερώς όχι μόνο όσα πρέπει να κάνει η κυβέρνηση, για να κλείσει η τρέχουσα αξιολόγηση, αλλά και όσα δεσμεύεται να υλοποιήσει, προκειμένου να ολοκληρωθεί η τέταρτη και τελευταία αξιολόγηση.
Όπως προκύπτει, οι δανειστές είναι αποφασισμένοι να μην υπάρχει στη λήξη του προγράμματος καμία εκκρεμότητα σε οποιονδήποτε τομέα της κυβερνητικής πολιτικής.
Στο επικαιροποιημένο Μνημόνιο περιλαμβάνονται όλα όσα έχει να υλοποιήσει η κυβέρνηση για την επενδυτική τράπεζα, τη φορολογική πολιτική, τους νόμους για τις Ανώνυμες Εταιρείες, τις συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, τη συμμετοχή του ΕΦΚΑ στην αύξηση κεφαλαίου της Τράπεζας Αττικής, τις νέες περικοπές των συντάξεων, την μείωση του αφορολογήτου ορίου, τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας και τη διαιτησία, τη χρηματοδότηση του ΟΑΣΘ, τα διόδια της Εγνατίας, την πώληση των συμμετοχών του Δημοσίου σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις, το χρονοδιάγραμμα της επένδυσης στο Ελληνικό, την παραχώρηση του Θριασίου.
Σύμφωνα με την «Καθημερινή», κοινός τόπος σε όλα σχεδόν είναι η ρητή αναφορά πως οτιδήποτε γίνει, θα γίνει ύστερα από διαβούλευση και έγκριση από τους θεσμούς, ειδικά σε ό,τι αφορά το τραπεζικό σύστημα, τα «κόκκινα δάνεια», το νόμο Κατσέλη και την πώληση των μονάδων της ΔΕΗ.
Μεταξύ άλλων, στο Μνημόνιο ορίζεται ρητώς πως τον Μάιο του 2018 η κυβέρνηση θα επισπεύσει τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, ώστε να ισχύσει το 2019 αντί του 2020, εάν το ΔΝΤ, σε συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ελληνικές αρχές, «θεωρεί, στη βάση μιας διαφανούς εκτίμησης, ότι απαιτείται η εμπροσθοβαρής εφαρμογή της, προκειμένου να επιτευχθεί ο συμφωνηθείς στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%...».
Επιπροσθέτως, και αν μετά την εφαρμογή των περικοπών υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο, η κυβέρνηση θα μπορεί να νομοθετήσει τα «αντίμετρα» που είχαν συμφωνηθεί (μεταξύ άλλων μείωση συντελεστών φορολογίας φυσικών προσώπων και εισφοράς αλληλεγγύης, φορολογίας επιχειρήσεων και ΕΝΦΙΑ). Ωστόσο, σημειώνεται πως το ποσό των αντιμέτρων που θα εφαρμοστούν «θα είναι σύμφωνα με την εκτίμηση των θεσμών για την υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου».
Επιπλέον, η κυβέρνηση δεσμεύεται πως δεν θα εισάγει νέες ρυθμίσεις ή άλλα μέτρα αμνήστευσης ή διακανονισμού ληξιπρόθεσμων οφειλών, ούτε θα παρατείνει τις υφιστάμενες και ότι θα προχωρήσει στη λήψη αναγκαστικών μέτρων κατά των οφειλετών που δεν εξυπηρετούν τις τρέχουσες ρυθμίσεις ή τις τρέχουσες υποχρεώσεις τους εγκαίρως.
Απώτερος στόχος, φυσικά, είναι η έξοδος της χώρας από τα προγράμματα προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018.
Στο συμπληρωματικό Μνημόνιο (Supplemental Memorandum of Understanding) και στο τεχνικό Μνημόνιο που το συνοδεύει, καθορίζονται λεπτομερώς όχι μόνο όσα πρέπει να κάνει η κυβέρνηση, για να κλείσει η τρέχουσα αξιολόγηση, αλλά και όσα δεσμεύεται να υλοποιήσει, προκειμένου να ολοκληρωθεί η τέταρτη και τελευταία αξιολόγηση.
Όπως προκύπτει, οι δανειστές είναι αποφασισμένοι να μην υπάρχει στη λήξη του προγράμματος καμία εκκρεμότητα σε οποιονδήποτε τομέα της κυβερνητικής πολιτικής.
Στο επικαιροποιημένο Μνημόνιο περιλαμβάνονται όλα όσα έχει να υλοποιήσει η κυβέρνηση για την επενδυτική τράπεζα, τη φορολογική πολιτική, τους νόμους για τις Ανώνυμες Εταιρείες, τις συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, τη συμμετοχή του ΕΦΚΑ στην αύξηση κεφαλαίου της Τράπεζας Αττικής, τις νέες περικοπές των συντάξεων, την μείωση του αφορολογήτου ορίου, τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας και τη διαιτησία, τη χρηματοδότηση του ΟΑΣΘ, τα διόδια της Εγνατίας, την πώληση των συμμετοχών του Δημοσίου σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις, το χρονοδιάγραμμα της επένδυσης στο Ελληνικό, την παραχώρηση του Θριασίου.
Σύμφωνα με την «Καθημερινή», κοινός τόπος σε όλα σχεδόν είναι η ρητή αναφορά πως οτιδήποτε γίνει, θα γίνει ύστερα από διαβούλευση και έγκριση από τους θεσμούς, ειδικά σε ό,τι αφορά το τραπεζικό σύστημα, τα «κόκκινα δάνεια», το νόμο Κατσέλη και την πώληση των μονάδων της ΔΕΗ.
Μεταξύ άλλων, στο Μνημόνιο ορίζεται ρητώς πως τον Μάιο του 2018 η κυβέρνηση θα επισπεύσει τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, ώστε να ισχύσει το 2019 αντί του 2020, εάν το ΔΝΤ, σε συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ελληνικές αρχές, «θεωρεί, στη βάση μιας διαφανούς εκτίμησης, ότι απαιτείται η εμπροσθοβαρής εφαρμογή της, προκειμένου να επιτευχθεί ο συμφωνηθείς στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%...».
Επιπροσθέτως, και αν μετά την εφαρμογή των περικοπών υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο, η κυβέρνηση θα μπορεί να νομοθετήσει τα «αντίμετρα» που είχαν συμφωνηθεί (μεταξύ άλλων μείωση συντελεστών φορολογίας φυσικών προσώπων και εισφοράς αλληλεγγύης, φορολογίας επιχειρήσεων και ΕΝΦΙΑ). Ωστόσο, σημειώνεται πως το ποσό των αντιμέτρων που θα εφαρμοστούν «θα είναι σύμφωνα με την εκτίμηση των θεσμών για την υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου».
Επιπλέον, η κυβέρνηση δεσμεύεται πως δεν θα εισάγει νέες ρυθμίσεις ή άλλα μέτρα αμνήστευσης ή διακανονισμού ληξιπρόθεσμων οφειλών, ούτε θα παρατείνει τις υφιστάμενες και ότι θα προχωρήσει στη λήψη αναγκαστικών μέτρων κατά των οφειλετών που δεν εξυπηρετούν τις τρέχουσες ρυθμίσεις ή τις τρέχουσες υποχρεώσεις τους εγκαίρως.