Ένας τρόπος, με τον οποίο πολλοί προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα θαύματα χωρίς να «υποχρεωθούν» να πιστέψουν ότι υπάρχει Θεός (γιατί αυτό θα είχε τρομακτικές ηθικές και υπαρξιακές συνέπειες για τη συνείδησή τους), είναι η ιδέα ότι «μέσα στον άνθρωπο» κρύβονται τεράστιες «δυνάμεις», που, όταν «πιστεύει» ή «θέλει» κάτι πάρα πολύ, ενεργοποιούνται και το πραγματοποιούν.
Ο πιστός άνθρωπος «δεν ξέρει» ότι διαθέτει τέτοιες δυνάμεις, απλώς έχει εμπιστοσύνη στο Θεό ή στον εαυτό του (το ίδιο κάνει, κατά την ιδέα που συζητούμε), αλλά αυτή η εμπιστοσύνη ενεργοποιεί «αυτόματα» τις δυνάμεις του. Θα μπορούσε να «εμπιστεύεται» μια μπάλα ποδοσφαίρου ή «τη μοίρα» ή «την ψυχή ενός αγαπημένου νεκρού» ή ένα fairy (φτερωτό νεραϊδάκι της βορειοευρωπαϊκής λαϊκής μυθολογίας) – δεν έχει σημασία προς ποιον ή προς τι κατευθύνεται η πίστη του, γιατί στ’ αλήθεια τίποτε απ’ αυτά δεν «υπάρχει», κάθε πίστη είναι «πίστη στις δικές μου δυνατότητες» και γι’ αυτό «η πίστη κάνει θαύματα».
Πρόκειται λοιπόν για κάτι σαν πλασίμπο (placebo), το φανταστικό φάρμακο που χορηγείται πειραματικά σε ασθενείς, οι οποίοι βελτιώνονται –ή και θεραπεύονται– γιατί η «πίστη» τους ότι πήραν ένα αποτελεσματικό φάρμακο ενεργοποιεί εσωτερικές θεραπευτικές δυνάμεις, που τους θεραπεύουν. Εκεί αποδίδεται και η ευεργετική επίδραση της προσευχής: επειδή ξέρω ότι κάποιος προσεύχεται για μένα, οι εσωτερικές μου δυνάμεις ενεργοποιούνται και θεραπεύομαι.
Φυσικά θα μπορούσε κάποιος εδώ να αντιτάξει δύο αντιρρήσεις: α) δεν θεραπεύονται όλοι οι άνθρωποι που «πιστεύουν» ότι θα θεραπευτούν, β) πολλές φορές συμβαίνουν θαύματα σε ανθρώπους που δεν πιστεύουν ή που δεν ξέρουν ότι κάποιος προσεύχεται γι’ αυτούς. Οι υποστηρικτές της εν λόγω ιδέας φυσικά την περίπτωση α την εξηγούν ως έλλειψη πίστης, ενώ την β την απορρίπτουν χαρακτηρίζοντάς την αυθαίρετα ως ψέμα.
Επιστρατεύεται μάλιστα και ένα επιχείρημα από την Καινή Διαθήκη: ότι ο Ιησούς, σε αρκετές περιπτώσεις, είπε στους ανθρώπους που θεράπευσε: «Η πίστη σου σε έσωσε» (Ματθ. 9, 22, Μάρκ. 10, 52) ή κάτι παραπλήσιο (π.χ. Ματθ. 8, 10. 15, 28). «Να λοιπόν», λένε, «η πίστη έκανε το θαύμα, όχι ο Θεός. Το είπε και ο Ιησούς, που ήταν ένας μεγάλος, σοφός και ειλικρινής διδάσκαλος». [Για τις παραπομπές στην Καινή Διαθήκη, μπορείς να μπεις εδώ]
Ας δούμε λοιπόν λίγο αυτό το ζήτημα.
Για ποια πίστη μιλούσε ο Κύριος
Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις, στις οποίες ο Κύριος αναφέρεται συγκεκριμένα σ’ αυτό που χρειαζόταν να πιστέψουν οι άνθρωποι, για να σωθούν από τα προβλήματα υγείας τους: «πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» (Ιωάν. 9, 35-38) και «πιστεύεις ότι μπορώ να το κάνω αυτό;» (Ματθ. 9, 28).
Κατά τον Ιησού λοιπόν δεν είναι «κάθε πίστη» που σώζει ή θεραπεύει τον άνθρωπο, αλλά η συγκεκριμένη πίστη στον Ίδιο ως Υιό του Θεού και ιατρό των ψυχών και των σωμάτων.
Σημειωτέον δε ότι σε περιπτώσεις όπως του Ρωμαίου εκατόνταρχου (Ματθ. η, 5-13), του παραλυτικού της Καπερναούμ (Ματθ. 9, 1-8) και της Χαναναίας (15, 21-28), η πίστη κάποιων έγινε αφορμή να θεραπεύσει ο Ιησούς κάποιον άλλο.
Προφανώς ο Ρωμαίος εκατόνταρχος ή η Χαναναία δεν ήξεραν ακριβώς «ποιος ήταν ο Ιησούς», όμως σίγουρα δεν θα είχαν τα ίδια αποτελέσματα αν «πίστευαν» ότι θα θεραπεύσουν τους δικούς τους οι θεοί των πολυθεϊστικών θρησκειών τους. Ο Θεός που τέλεσε το θαύμα γι’ αυτούς είναι ο Θεός, για τον Οποίο μιλούσε ο Ιησούς. Ο Ιησούς δεν απαίτησε απ’ αυτούς να γίνουν μαθητές Του ούτε να «διορθώσουν την πίστη τους», αποδέχτηκε την πίστη τους, όμως Εκείνος θεράπευσε τους δικούς τους, όχι οι θεοί του ρωμαϊκού ή του χαναανικού πάνθεου. Τούτο οφείλεται –κατ’ εμάς τους χριστιανούς– στο ότι ο Θεός είναι Θεός όλων των ανθρώπων (ακόμη περισσότερο: όλων των όντων) και ευεργετεί κάθε πλάσμα Του, είτε Τον γνωρίζει είτε όχι.
Γιατί λοιπόν χρειάζεται η πίστη;
Η πίστη χρειάζεται για να ανοίξει η καρδιά του ανθρώπου και να γίνει δεκτική στη χάρη του Θεού. Και προσοχή: μπορεί η καρδιά κάποιου να μην είναι δεκτική στη θεία χάρη, αν ο άνθρωπος για χρόνια, ανήκοντας σε μια πολυθεϊστική θρησκεία, λατρεύει δαίμονες νομίζοντας πως λατρεύει «θεούς». Έτσι, περιπτώσεις όπως του εκατόνταρχου ή της Χαναναίας ήταν εξαιρετικά σημαντικές, γιατί, παρότι ήταν ειδωλολάτρες, η καρδιά τους δεν είχε διαβρωθεί από τις μαγικές λατρείες και η πίστη στη δύναμη του Ιησού μπορούσε να την ανοίξει και να τρυπώσει μέσα της η ευεργετική θεία χάρη.
Υπάρχουν λοιπόν σε ανύποπτο χώρο και χρόνο άνθρωποι με αθωότητα μικρού παιδιού (Λουκ. 18, 15-17), με «αφελότητα καρδίας» (Πράξεις των αποστόλων 2, 46) και φυσικά με ταπείνωση. Είναι εκείνοι που «σέβονται το Θεό χωρίς να Τον γνωρίζουν» (Πράξ. 17, 23) και πράττουν το θέλημά Του χωρίς να έχουν διαβάσει το ευαγγέλιο, επειδή λειτουργεί υγιώς στην ψυχή τους ο παγκόσμιος νόμος της συνείδησης, που έχει τεθεί φυσικά από το Θεό (βλ. προς Ρωμαίους 2, 14-15).
Παρόμοιες περιπτώσεις μπορούμε να βρούμε ίσως σε όλες τις θρησκείες, γι’ αυτό βλέπουμε να συμβαίνουν θαύματα παντού. Φυσικά δεν είναι όλα τα «θαύματα» ενέργειες του Θεού, όμως δεν μπορούμε να πούμε ότι όλα τα εκτός ορθοδοξίας θαύματα είναι «έργα δαιμόνων» (ποια βεβαίως είναι έργα του Θεού και ποια του εχθρού, εγώ είμαι πολύ μικρός για να κρίνω, εκτός αν είναι κάτι προφανές – όμως και δεν είναι δική μου δουλειά να το κρίνω, υπάρχουν οι χριστιανοί διδάσκαλοι, οι άγιοι, που μπορούν να το κρίνουν με το χάρισμα της «διάκρισης των πνευμάτων» που έχουν).
Τι άποψη είχε ο Ιησούς περί πίστεως;
Σημειωτέον ότι στα ευαγγέλια ο Ιησούς δεν εμφανίζει τον εαυτό Του ως «έναν από τους πολλούς» σωτήρες και διδασκάλους, έστω θεόσταλτους, αλλά ως το μοναδικό σωτήρα των ανθρώπων, που αξιώνει αποκλειστική πίστη σ’ Αυτόν (βλ. π.χ. Ματθ. 23, 8-11, Ιω. 6, 53-58. 10, 1-21) και απόλυτη επιφυλακτικότητα απέναντι στους άλλους (π.χ. Ματθ. 24, 4-5 και 23-25). Απαιτεί μάλιστα να Τον αγαπούν οι άνθρωποι περισσότερο από τους γονείς και τ’ άλλα μέλη της οικογένειάς τους (π.χ. Ματθ. 10, 34-37), προφανώς γιατί η προσκόλληση στην οικογένεια, στις «οικογενειακές αξίες» και τα οικογενειακά συμφέροντα συνήθως μας εμποδίζει ν’ αγαπήσουμε όλο τον κόσμο!
Αν λοιπόν δεχτούμε ότι ο Ιησούς είπε την αλήθεια, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν δίδασκε τους ανθρώπους «αυτοθεραπεία διά της πίστως» και ότι το θαύμα το τέλεσε Εκείνος και όχι «η πίστη» του ασθενούς από «μόνη της». Ο Ιησούς δεν ήταν «θεραπευτής» οποιουδήποτε είδους, αλλά το έργο Του ήταν η θεραπεία της κατεξοχήν ανθρώπινης τραγωδίας, της απομάκρυνσης από το Θεό, που συνεπάγεται το θάνατο.
Η πίστη «μετακινεί βουνά»
Ανάλογα πρέπει να κατανοήσουμε και τα Ματθ. 17, 20, και 21, 21, όπου ο Κύριος λέει στους μαθητές Του ότι, αν έχουν έστω και λίγη πίστη, «ως κόκκον σινάπεως» (σαν το σπόρο του σιναπιού, που είναι πολύ μικρός), μπορούν να διατάξουν ένα βουνό να σηκωθεί και να πέσει στη θάλασσα, κι εκείνο θα υπακούσει.
Δεν εννοεί να «πιστεύουμε» ότι θα… μιλήσουμε στο βουνό ή ότι θα το μετακινήσουμε, αλλά να πιστεύουμε ότι ο Θεός θα το μετακινήσει για χάρη της παράκλησής μας προς Αυτόν. Αλλιώς δεν έχουν νόημα λόγια του Ιησού όπως: «εάν τι αιτήσητε εν τω ονόματί μου, εγώ ποιήσω» (Ιω. 14, 13-14), «ό,τι αν αιτήσητε τον Πατέρα εν τω ονόματί μου, δω υμίν» (Ιω. 15, 16).
Ο πιστός άνθρωπος «δεν ξέρει» ότι διαθέτει τέτοιες δυνάμεις, απλώς έχει εμπιστοσύνη στο Θεό ή στον εαυτό του (το ίδιο κάνει, κατά την ιδέα που συζητούμε), αλλά αυτή η εμπιστοσύνη ενεργοποιεί «αυτόματα» τις δυνάμεις του. Θα μπορούσε να «εμπιστεύεται» μια μπάλα ποδοσφαίρου ή «τη μοίρα» ή «την ψυχή ενός αγαπημένου νεκρού» ή ένα fairy (φτερωτό νεραϊδάκι της βορειοευρωπαϊκής λαϊκής μυθολογίας) – δεν έχει σημασία προς ποιον ή προς τι κατευθύνεται η πίστη του, γιατί στ’ αλήθεια τίποτε απ’ αυτά δεν «υπάρχει», κάθε πίστη είναι «πίστη στις δικές μου δυνατότητες» και γι’ αυτό «η πίστη κάνει θαύματα».
Πρόκειται λοιπόν για κάτι σαν πλασίμπο (placebo), το φανταστικό φάρμακο που χορηγείται πειραματικά σε ασθενείς, οι οποίοι βελτιώνονται –ή και θεραπεύονται– γιατί η «πίστη» τους ότι πήραν ένα αποτελεσματικό φάρμακο ενεργοποιεί εσωτερικές θεραπευτικές δυνάμεις, που τους θεραπεύουν. Εκεί αποδίδεται και η ευεργετική επίδραση της προσευχής: επειδή ξέρω ότι κάποιος προσεύχεται για μένα, οι εσωτερικές μου δυνάμεις ενεργοποιούνται και θεραπεύομαι.
Φυσικά θα μπορούσε κάποιος εδώ να αντιτάξει δύο αντιρρήσεις: α) δεν θεραπεύονται όλοι οι άνθρωποι που «πιστεύουν» ότι θα θεραπευτούν, β) πολλές φορές συμβαίνουν θαύματα σε ανθρώπους που δεν πιστεύουν ή που δεν ξέρουν ότι κάποιος προσεύχεται γι’ αυτούς. Οι υποστηρικτές της εν λόγω ιδέας φυσικά την περίπτωση α την εξηγούν ως έλλειψη πίστης, ενώ την β την απορρίπτουν χαρακτηρίζοντάς την αυθαίρετα ως ψέμα.
Επιστρατεύεται μάλιστα και ένα επιχείρημα από την Καινή Διαθήκη: ότι ο Ιησούς, σε αρκετές περιπτώσεις, είπε στους ανθρώπους που θεράπευσε: «Η πίστη σου σε έσωσε» (Ματθ. 9, 22, Μάρκ. 10, 52) ή κάτι παραπλήσιο (π.χ. Ματθ. 8, 10. 15, 28). «Να λοιπόν», λένε, «η πίστη έκανε το θαύμα, όχι ο Θεός. Το είπε και ο Ιησούς, που ήταν ένας μεγάλος, σοφός και ειλικρινής διδάσκαλος». [Για τις παραπομπές στην Καινή Διαθήκη, μπορείς να μπεις εδώ]
Ας δούμε λοιπόν λίγο αυτό το ζήτημα.
Για ποια πίστη μιλούσε ο Κύριος
Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις, στις οποίες ο Κύριος αναφέρεται συγκεκριμένα σ’ αυτό που χρειαζόταν να πιστέψουν οι άνθρωποι, για να σωθούν από τα προβλήματα υγείας τους: «πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» (Ιωάν. 9, 35-38) και «πιστεύεις ότι μπορώ να το κάνω αυτό;» (Ματθ. 9, 28).
Κατά τον Ιησού λοιπόν δεν είναι «κάθε πίστη» που σώζει ή θεραπεύει τον άνθρωπο, αλλά η συγκεκριμένη πίστη στον Ίδιο ως Υιό του Θεού και ιατρό των ψυχών και των σωμάτων.
Σημειωτέον δε ότι σε περιπτώσεις όπως του Ρωμαίου εκατόνταρχου (Ματθ. η, 5-13), του παραλυτικού της Καπερναούμ (Ματθ. 9, 1-8) και της Χαναναίας (15, 21-28), η πίστη κάποιων έγινε αφορμή να θεραπεύσει ο Ιησούς κάποιον άλλο.
Προφανώς ο Ρωμαίος εκατόνταρχος ή η Χαναναία δεν ήξεραν ακριβώς «ποιος ήταν ο Ιησούς», όμως σίγουρα δεν θα είχαν τα ίδια αποτελέσματα αν «πίστευαν» ότι θα θεραπεύσουν τους δικούς τους οι θεοί των πολυθεϊστικών θρησκειών τους. Ο Θεός που τέλεσε το θαύμα γι’ αυτούς είναι ο Θεός, για τον Οποίο μιλούσε ο Ιησούς. Ο Ιησούς δεν απαίτησε απ’ αυτούς να γίνουν μαθητές Του ούτε να «διορθώσουν την πίστη τους», αποδέχτηκε την πίστη τους, όμως Εκείνος θεράπευσε τους δικούς τους, όχι οι θεοί του ρωμαϊκού ή του χαναανικού πάνθεου. Τούτο οφείλεται –κατ’ εμάς τους χριστιανούς– στο ότι ο Θεός είναι Θεός όλων των ανθρώπων (ακόμη περισσότερο: όλων των όντων) και ευεργετεί κάθε πλάσμα Του, είτε Τον γνωρίζει είτε όχι.
Γιατί λοιπόν χρειάζεται η πίστη;
Η πίστη χρειάζεται για να ανοίξει η καρδιά του ανθρώπου και να γίνει δεκτική στη χάρη του Θεού. Και προσοχή: μπορεί η καρδιά κάποιου να μην είναι δεκτική στη θεία χάρη, αν ο άνθρωπος για χρόνια, ανήκοντας σε μια πολυθεϊστική θρησκεία, λατρεύει δαίμονες νομίζοντας πως λατρεύει «θεούς». Έτσι, περιπτώσεις όπως του εκατόνταρχου ή της Χαναναίας ήταν εξαιρετικά σημαντικές, γιατί, παρότι ήταν ειδωλολάτρες, η καρδιά τους δεν είχε διαβρωθεί από τις μαγικές λατρείες και η πίστη στη δύναμη του Ιησού μπορούσε να την ανοίξει και να τρυπώσει μέσα της η ευεργετική θεία χάρη.
Υπάρχουν λοιπόν σε ανύποπτο χώρο και χρόνο άνθρωποι με αθωότητα μικρού παιδιού (Λουκ. 18, 15-17), με «αφελότητα καρδίας» (Πράξεις των αποστόλων 2, 46) και φυσικά με ταπείνωση. Είναι εκείνοι που «σέβονται το Θεό χωρίς να Τον γνωρίζουν» (Πράξ. 17, 23) και πράττουν το θέλημά Του χωρίς να έχουν διαβάσει το ευαγγέλιο, επειδή λειτουργεί υγιώς στην ψυχή τους ο παγκόσμιος νόμος της συνείδησης, που έχει τεθεί φυσικά από το Θεό (βλ. προς Ρωμαίους 2, 14-15).
Παρόμοιες περιπτώσεις μπορούμε να βρούμε ίσως σε όλες τις θρησκείες, γι’ αυτό βλέπουμε να συμβαίνουν θαύματα παντού. Φυσικά δεν είναι όλα τα «θαύματα» ενέργειες του Θεού, όμως δεν μπορούμε να πούμε ότι όλα τα εκτός ορθοδοξίας θαύματα είναι «έργα δαιμόνων» (ποια βεβαίως είναι έργα του Θεού και ποια του εχθρού, εγώ είμαι πολύ μικρός για να κρίνω, εκτός αν είναι κάτι προφανές – όμως και δεν είναι δική μου δουλειά να το κρίνω, υπάρχουν οι χριστιανοί διδάσκαλοι, οι άγιοι, που μπορούν να το κρίνουν με το χάρισμα της «διάκρισης των πνευμάτων» που έχουν).
Τι άποψη είχε ο Ιησούς περί πίστεως;
Σημειωτέον ότι στα ευαγγέλια ο Ιησούς δεν εμφανίζει τον εαυτό Του ως «έναν από τους πολλούς» σωτήρες και διδασκάλους, έστω θεόσταλτους, αλλά ως το μοναδικό σωτήρα των ανθρώπων, που αξιώνει αποκλειστική πίστη σ’ Αυτόν (βλ. π.χ. Ματθ. 23, 8-11, Ιω. 6, 53-58. 10, 1-21) και απόλυτη επιφυλακτικότητα απέναντι στους άλλους (π.χ. Ματθ. 24, 4-5 και 23-25). Απαιτεί μάλιστα να Τον αγαπούν οι άνθρωποι περισσότερο από τους γονείς και τ’ άλλα μέλη της οικογένειάς τους (π.χ. Ματθ. 10, 34-37), προφανώς γιατί η προσκόλληση στην οικογένεια, στις «οικογενειακές αξίες» και τα οικογενειακά συμφέροντα συνήθως μας εμποδίζει ν’ αγαπήσουμε όλο τον κόσμο!
Αν λοιπόν δεχτούμε ότι ο Ιησούς είπε την αλήθεια, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν δίδασκε τους ανθρώπους «αυτοθεραπεία διά της πίστως» και ότι το θαύμα το τέλεσε Εκείνος και όχι «η πίστη» του ασθενούς από «μόνη της». Ο Ιησούς δεν ήταν «θεραπευτής» οποιουδήποτε είδους, αλλά το έργο Του ήταν η θεραπεία της κατεξοχήν ανθρώπινης τραγωδίας, της απομάκρυνσης από το Θεό, που συνεπάγεται το θάνατο.
Η πίστη «μετακινεί βουνά»
Ανάλογα πρέπει να κατανοήσουμε και τα Ματθ. 17, 20, και 21, 21, όπου ο Κύριος λέει στους μαθητές Του ότι, αν έχουν έστω και λίγη πίστη, «ως κόκκον σινάπεως» (σαν το σπόρο του σιναπιού, που είναι πολύ μικρός), μπορούν να διατάξουν ένα βουνό να σηκωθεί και να πέσει στη θάλασσα, κι εκείνο θα υπακούσει.
Δεν εννοεί να «πιστεύουμε» ότι θα… μιλήσουμε στο βουνό ή ότι θα το μετακινήσουμε, αλλά να πιστεύουμε ότι ο Θεός θα το μετακινήσει για χάρη της παράκλησής μας προς Αυτόν. Αλλιώς δεν έχουν νόημα λόγια του Ιησού όπως: «εάν τι αιτήσητε εν τω ονόματί μου, εγώ ποιήσω» (Ιω. 14, 13-14), «ό,τι αν αιτήσητε τον Πατέρα εν τω ονόματί μου, δω υμίν» (Ιω. 15, 16).