Σφοδρή επίθεση δέχεται η διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου ύστερα από
δηλώσεις - «φωτιά», προερχόμενες από το κορυφαίο δικηγορικό γραφείο του
Τζέφρι Ρόμπερτσον, QC, που αγωνίζεται για την επιστροφή αρχαιοτήτων στις
χώρες από τις οποίες αφαιρέθηκαν.
Για «κλεμμένη πολιτιστική κληρονομιά» και «ξεναγήσεις στο μουσείο που είναι γεμάτο αντικείμενα που έχουν αρπαγεί από άλλους λαούς» κατηγορείται το Βρετανικό Μουσείο από το QC.
Ο Ρόμπερτσον κατηγορεί τους υπεύθυνους του μουσείου αλλά και την ίδια την κυβέρνηση για ανεπαρκείς απαντήσεις σε οποιοδήποτε αίτημα επαναπατρισμού αρχαιοτήτων από τις μόνιμες εκθέσεις του.
Στο βιβλίο του δικηγόρου απόσπασμα οποίου παρουσιάζει ο Guardian, σημειώνει: «δεν μπορούμε να αναιρέσουμε ιστορικά λάθη, αλλά δεν μπορούμε και να συνεχίσουμε να κερδίζουμε ξεδιάντροπα από αυτά». Μαζί με την Αμάλ Κλούνεϊ και τον καθηγητή Νόρμαν Πάλμερ, ο κορυφαίος δικηγόρος είχε συντάξει μία έκθεση για την επιστροφή των ελγίνειων γλυπτών, όπου αναγνώριζε ότι ένας ενδεχόμενος επαναπατρισμός, θα ενθάρρυνε παρόμοια αιτήματα και από άλλα κράτη. «Τα μπρούτζινα του Μπενίν είναι σημαντικά για την Αφρική αλλά όχι για τον κόσμο, όπως τα ελγίνεια γλυπτά με τη διεθνή τους απήχηση. Από την άλλη πλευρά, ο βάρβαρος τρόπος με τον οποίο αφαιρέθηκαν τα μπρούτζινα, συνιστά έγκλημα πολέμου που, ηθικά, είναι ακόμα πιο αποτρόπαιο και από την κλοπή και τη διπροσωπία του Έλγιν».
Ο Ρόμπερτσον καλεί, ακόμη, τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά ιδρύματα και μουσεία να επιστρέψουν τα πολύτιμα αρχαιολογικά ευρήματα που, κατά το παρελθόν, εκλάπησαν από «κατακτητές ή αποικιακούς αφέντες» σε βάρος των λαών που βρίσκονταν υπό την εξουσία τους.
«Οι διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου έχουν μετατραπεί στους μεγαλύτερους αποδέκτες κλεμμένης ιδιοκτησίας παγκοσμίως και ένα μεγάλο μέρος των λάφυρων δεν εκτίθενται καν στο κοινό», σημειώνει ο ίδιος, κάνοντας συγκεκριμένη αναφορά στα Ελγίνεια που απαιτεί η Ελλάδα, σε κλεμμένη πέτρινη κεφαλή από το Νησί του Πάσχα και στα περίφημα μπρούτζινα του Μπενίν, των οποίων την επιστροφή ζητά η Νιγηρία.
«Τα μπρούτζινα του Μπενίν είναι σημαντικά για την Αφρική αλλά όχι για τον κόσμο, όπως τα ελγίνεια γλυπτά με τη διεθνή τους απήχηση. Από την άλλη πλευρά, ο βάρβαρος τρόπος με τον οποίο αφαιρέθηκαν τα μπρούτζινα, συνιστά έγκλημα πολέμου που, ηθικά, είναι ακόμα πιο αποτρόπαιο και από την κλοπή και τη διπροσωπία του Έλγιν», προστίθεται.
Βρετανικό Μουσείο: Νόμιμη η δράση του Έλγιν
Εκπρόσωπος του Βρετανικού Μουσείου παραδέχτηκε ότι πράγματι γίνεται μια περιήγηση «κλεμμένων έργων», αλλά από εξωτερικό οδηγό και όχι άνθρωπο του Μουσείου.
Πρόσθεσε ότι ειδικά τα μάρμαρα του Έλγιν αποκτήθηκαν με νόμιμο τρόπο.
«Οι δραστηριότητες του λόρδου Έλγιν ερευνήθηκαν εκτενώς από μια επιτροπή του κοινοβουλίου το 1816 και βρέθηκαν εντελώς νόμιμες», είπε.
«Το Βρετανικό Μουσείο αποδέχεται τις δύσκολες ιστορίες κάποιων από τις συλλογές του, όπως και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αποκτήθηκαν, μέσω πολέμου ή λεηλασίας», κατέληξε.
Για «κλεμμένη πολιτιστική κληρονομιά» και «ξεναγήσεις στο μουσείο που είναι γεμάτο αντικείμενα που έχουν αρπαγεί από άλλους λαούς» κατηγορείται το Βρετανικό Μουσείο από το QC.
Ο Ρόμπερτσον κατηγορεί τους υπεύθυνους του μουσείου αλλά και την ίδια την κυβέρνηση για ανεπαρκείς απαντήσεις σε οποιοδήποτε αίτημα επαναπατρισμού αρχαιοτήτων από τις μόνιμες εκθέσεις του.
Στο βιβλίο του δικηγόρου απόσπασμα οποίου παρουσιάζει ο Guardian, σημειώνει: «δεν μπορούμε να αναιρέσουμε ιστορικά λάθη, αλλά δεν μπορούμε και να συνεχίσουμε να κερδίζουμε ξεδιάντροπα από αυτά». Μαζί με την Αμάλ Κλούνεϊ και τον καθηγητή Νόρμαν Πάλμερ, ο κορυφαίος δικηγόρος είχε συντάξει μία έκθεση για την επιστροφή των ελγίνειων γλυπτών, όπου αναγνώριζε ότι ένας ενδεχόμενος επαναπατρισμός, θα ενθάρρυνε παρόμοια αιτήματα και από άλλα κράτη. «Τα μπρούτζινα του Μπενίν είναι σημαντικά για την Αφρική αλλά όχι για τον κόσμο, όπως τα ελγίνεια γλυπτά με τη διεθνή τους απήχηση. Από την άλλη πλευρά, ο βάρβαρος τρόπος με τον οποίο αφαιρέθηκαν τα μπρούτζινα, συνιστά έγκλημα πολέμου που, ηθικά, είναι ακόμα πιο αποτρόπαιο και από την κλοπή και τη διπροσωπία του Έλγιν».
Ο Ρόμπερτσον καλεί, ακόμη, τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά ιδρύματα και μουσεία να επιστρέψουν τα πολύτιμα αρχαιολογικά ευρήματα που, κατά το παρελθόν, εκλάπησαν από «κατακτητές ή αποικιακούς αφέντες» σε βάρος των λαών που βρίσκονταν υπό την εξουσία τους.
«Οι διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου έχουν μετατραπεί στους μεγαλύτερους αποδέκτες κλεμμένης ιδιοκτησίας παγκοσμίως και ένα μεγάλο μέρος των λάφυρων δεν εκτίθενται καν στο κοινό», σημειώνει ο ίδιος, κάνοντας συγκεκριμένη αναφορά στα Ελγίνεια που απαιτεί η Ελλάδα, σε κλεμμένη πέτρινη κεφαλή από το Νησί του Πάσχα και στα περίφημα μπρούτζινα του Μπενίν, των οποίων την επιστροφή ζητά η Νιγηρία.
«Τα μπρούτζινα του Μπενίν είναι σημαντικά για την Αφρική αλλά όχι για τον κόσμο, όπως τα ελγίνεια γλυπτά με τη διεθνή τους απήχηση. Από την άλλη πλευρά, ο βάρβαρος τρόπος με τον οποίο αφαιρέθηκαν τα μπρούτζινα, συνιστά έγκλημα πολέμου που, ηθικά, είναι ακόμα πιο αποτρόπαιο και από την κλοπή και τη διπροσωπία του Έλγιν», προστίθεται.
Βρετανικό Μουσείο: Νόμιμη η δράση του Έλγιν
Εκπρόσωπος του Βρετανικού Μουσείου παραδέχτηκε ότι πράγματι γίνεται μια περιήγηση «κλεμμένων έργων», αλλά από εξωτερικό οδηγό και όχι άνθρωπο του Μουσείου.
Πρόσθεσε ότι ειδικά τα μάρμαρα του Έλγιν αποκτήθηκαν με νόμιμο τρόπο.
«Οι δραστηριότητες του λόρδου Έλγιν ερευνήθηκαν εκτενώς από μια επιτροπή του κοινοβουλίου το 1816 και βρέθηκαν εντελώς νόμιμες», είπε.
«Το Βρετανικό Μουσείο αποδέχεται τις δύσκολες ιστορίες κάποιων από τις συλλογές του, όπως και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αποκτήθηκαν, μέσω πολέμου ή λεηλασίας», κατέληξε.